Ancient Greek-English Dictionary Language

συγκατατρώγω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συγκατατρώγω

Structure: συγ (Prefix) + κατα (Prefix) + τρώγ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to eat at the same time

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκατατρώγω συγκατατρώγεις συγκατατρώγει
Dual συγκατατρώγετον συγκατατρώγετον
Plural συγκατατρώγομεν συγκατατρώγετε συγκατατρώγουσιν*
SubjunctiveSingular συγκατατρώγω συγκατατρώγῃς συγκατατρώγῃ
Dual συγκατατρώγητον συγκατατρώγητον
Plural συγκατατρώγωμεν συγκατατρώγητε συγκατατρώγωσιν*
OptativeSingular συγκατατρώγοιμι συγκατατρώγοις συγκατατρώγοι
Dual συγκατατρώγοιτον συγκατατρωγοίτην
Plural συγκατατρώγοιμεν συγκατατρώγοιτε συγκατατρώγοιεν
ImperativeSingular συγκατατρώγε συγκατατρωγέτω
Dual συγκατατρώγετον συγκατατρωγέτων
Plural συγκατατρώγετε συγκατατρωγόντων, συγκατατρωγέτωσαν
Infinitive συγκατατρώγειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκατατρωγων συγκατατρωγοντος συγκατατρωγουσα συγκατατρωγουσης συγκατατρωγον συγκατατρωγοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκατατρώγομαι συγκατατρώγει, συγκατατρώγῃ συγκατατρώγεται
Dual συγκατατρώγεσθον συγκατατρώγεσθον
Plural συγκατατρωγόμεθα συγκατατρώγεσθε συγκατατρώγονται
SubjunctiveSingular συγκατατρώγωμαι συγκατατρώγῃ συγκατατρώγηται
Dual συγκατατρώγησθον συγκατατρώγησθον
Plural συγκατατρωγώμεθα συγκατατρώγησθε συγκατατρώγωνται
OptativeSingular συγκατατρωγοίμην συγκατατρώγοιο συγκατατρώγοιτο
Dual συγκατατρώγοισθον συγκατατρωγοίσθην
Plural συγκατατρωγοίμεθα συγκατατρώγοισθε συγκατατρώγοιντο
ImperativeSingular συγκατατρώγου συγκατατρωγέσθω
Dual συγκατατρώγεσθον συγκατατρωγέσθων
Plural συγκατατρώγεσθε συγκατατρωγέσθων, συγκατατρωγέσθωσαν
Infinitive συγκατατρώγεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκατατρωγομενος συγκατατρωγομενου συγκατατρωγομενη συγκατατρωγομενης συγκατατρωγομενον συγκατατρωγομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to eat at the same time

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION