헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συγγνωμονικός

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συγγνωμονικός συγγνωμονική συγγνωμονικόν

형태분석: συγγνωμονικ (어간) + ος (어미)

어원: from suggnw/mwn

  1. inclined to pardon, indulgent
  2. pardonable

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 συγγνωμονικός

(이)가

συγγνωμονική

(이)가

συγγνωμονικόν

(것)가

속격 συγγνωμονικοῦ

(이)의

συγγνωμονικῆς

(이)의

συγγνωμονικοῦ

(것)의

여격 συγγνωμονικῷ

(이)에게

συγγνωμονικῇ

(이)에게

συγγνωμονικῷ

(것)에게

대격 συγγνωμονικόν

(이)를

συγγνωμονικήν

(이)를

συγγνωμονικόν

(것)를

호격 συγγνωμονικέ

(이)야

συγγνωμονική

(이)야

συγγνωμονικόν

(것)야

쌍수주/대/호 συγγνωμονικώ

(이)들이

συγγνωμονικᾱ́

(이)들이

συγγνωμονικώ

(것)들이

속/여 συγγνωμονικοῖν

(이)들의

συγγνωμονικαῖν

(이)들의

συγγνωμονικοῖν

(것)들의

복수주격 συγγνωμονικοί

(이)들이

συγγνωμονικαί

(이)들이

συγγνωμονικά

(것)들이

속격 συγγνωμονικῶν

(이)들의

συγγνωμονικῶν

(이)들의

συγγνωμονικῶν

(것)들의

여격 συγγνωμονικοῖς

(이)들에게

συγγνωμονικαῖς

(이)들에게

συγγνωμονικοῖς

(것)들에게

대격 συγγνωμονικούς

(이)들을

συγγνωμονικᾱ́ς

(이)들을

συγγνωμονικά

(것)들을

호격 συγγνωμονικοί

(이)들아

συγγνωμονικαί

(이)들아

συγγνωμονικά

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἔστι δὲ ἀρετῆσ καὶ τὸ εὐεργετεῖν τοὺσ ἀξίουσ, καὶ τὸ φιλεῖν τοὺσ ἀγαθούσ, καὶ τὸ μήτε κολαστικὸν εἶναι μήτε τιμωρητικόν, ἀλλὰ ἵλεων καὶ εὐμενικὸν καὶ συγγνωμονικόν. (Aristotle, Virtues and Vices 45:1)

    (아리스토텔레스, Virtues and Vices 45:1)

  • τὸν γὰρ ἐπιεικῆ μάλιστά φαμεν εἶναι συγγνωμονικόν, καὶ ἐπιεικὲσ τὸ ἔχειν περὶ ἔνια συγγνώμην. (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 6 79:1)

    (아리스토텔레스, 니코마코스 윤리학, Book 6 79:1)

  • οὐ γὰρ εἴ τισ ἰσχυρῶν καὶ ὑπερβαλλουσῶν ἡδονῶν ἡττᾶται ἢ λυπῶν, θαυμαστόν, ἀλλὰ συγγνωμονικὸν εἰ ἀντιτείνων, ὥσπερ ὁ Θεοδέκτου Φιλοκτήτησ ὑπὸ τοῦ ἔχεωσ πεπληγμένοσ ἢ ὁ Καρκίνου ἐν τῇ Ἀλόπῃ Κερκύων, καὶ ὥσπερ οἱ κατέχειν πειρώμενοι τὸν γέλωτα ἀθρόον ἐκκαγχάζουσιν, οἱο͂ν συνέπεσε Ξενοφάντῳ· (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 7 96:1)

    (아리스토텔레스, 니코마코스 윤리학, Book 7 96:1)

유의어

  1. inclined to pardon

  2. pardonable

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION