Ancient Greek-English Dictionary Language

στρατιωτικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: στρατιωτικός στρατιωτική στρατιωτικόν

Structure: στρατιωτικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from stratiw/ths

Sense

  1. of or for soldiers, the pay of the forces, the soldiery, military affairs
  2. fit for a soldier, military, military
  3. warlike, soldierlike
  4. like a soldier, rather as troop-ships

Declension

First/Second declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • πρὸσ γὰρ τοὺσ στρατιωτικοὺσ ἀγῶνασ τοὺσ παῖδασ ἀσκητέον ἐν ἀκοντισμοῖσ αὐτοὺσ καταθλοῦντασ καὶ τοξείαισ καὶ θήραισ. (Plutarch, De liberis educandis, section 11 4:3)
  • εἰ δέ τισ ἡμῖν ἔχει καὶ τὰ θεωρικὰ ἐᾶν καὶ πόρουσ ἑτέρουσ λέγειν στρατιωτικούσ, οὐχ οὗτοσ κρείττων; (Demosthenes, Speeches, 25:1)
  • ταχὺ δὲ τῆσ ἐκείνου μανίασ μεστὸσ γενόμενοσ, καὶ φοβηθεὶσ τοὺσ συνισταμένουσ ἐπὶ τὸν Κλώδιον, ἀπῆρεν ἐκ τῆσ Ἰταλίασ εἰσ τὴν Ἑλλάδα, καὶ διέτριβε τό τε σῶμα γυμνάζων πρὸσ τοὺσ στρατιωτικοὺσ ἀγῶνασ καὶ λέγειν μελετῶν. (Plutarch, Antony, chapter 2 4:3)
  • τοῦτο δ’ ἂν εἰή πρῶτον μὲν <εἰ οἱ> λῄζεσθαι μέλλοντεσ ἐκπεπονημένοι εἰε͂ν τῇ ἐλάσει, ὥστε δύνασθαι στρατιωτικοὺσ πόνουσ ὑποφέρειν· (Xenophon, Minor Works, , chapter 8 3:1)
  • τοῖσ γε μὴν τὴν ἡβητικὴν ἡλικίαν πεπερακόσιν, ἐξ ὧν ἤδη καὶ αἱ μέγισται ἀρχαὶ καθίστανται, οἱ μὲν ἄλλοι Ἕλληνεσ ἀφελόντεσ αὐτῶν τὸ ἰσχύοσ ἔτι ἐπιμελεῖσθαι στρατεύεσθαι ὅμωσ αὐτοῖσ ἐπιτάττουσιν, ὁ δὲ Λυκοῦργοσ τοῖσ τηλικούτοισ νόμιμον ἐποίησε κάλλιστον εἶναι τὸ θηρᾶν, εἰ μή τι δημόσιον κωλύοι, ὅπωσ δύναιντο καὶ οὗτοι μηδὲν ἧττον τῶν ἡβώντων στρατιωτικοὺσ πόνουσ ὑποφέρειν. (Xenophon, Minor Works, , chapter 4 10:1)

Synonyms

  1. warlike

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION