Ancient Greek-English Dictionary Language

θητικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: θητικός θητική θητικόν

Structure: θητικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: qh/s

Sense

  1. of or for a hireling, menial

Examples

  • ἔστι δὲ τῆσ ἀνελευθερίασ τὸ περὶ πλείστου ποιεῖσθαι χρήματα, καὶ τὸ μηδὲν ὄνειδοσ ἡγεῖσθαι τῶν ποιούντων τὸ κέρδοσ, βίοσ θητικὸσ καὶ δουλοπρεπὴσ καὶ ῥυπαρόσ, φιλοτιμίασ καὶ ἐλευθερίασ ἀλλότριοσ. (Aristotle, Virtues and Vices 41:1)
  • μιαρὸν γάρ τι φῦλον ἀνθρώπων καὶ ὡσ τὸ πολὺ δουλικὸν καὶ θητικόν, οὐ ξυγγενόμενον ἡμῖν ἐκ παίδων ὑπ’ ἀσχολίασ· (Lucian, Fugitivi, (no name) 12:3)
  • τὸ δὲ τοῦ μαχίμου ἕνεκα ἠθροισμένον, ὅσον θητικὸν ἢ ἰατρικὸν ἢ ἐμπορικὸν ἢ καπηλικόν. (Arrian, chapter 2 3:1)
  • ὥστε ἀγάπα καὶ σὺ μὴ πάνυ ἐν τῷ θητικῷ ἐκκλησιάζουσα. (Lucian, Juppiter trageodeus, (no name) 10:7)
  • τοῖσ δὲ τὸ θητικὸν τελοῦσιν ἐκκλησίασ καὶ δικαστηρίων μετέδωκε μόνον. (Aristotle, Athenian Constitution, work Ath. Pol., chapter 7 3:3)
  • καὶ προειστήκει τῶν μὲν Πεδιέων Λυκοῦργοσ, τῶν δὲ Παράλων Μεγακλῆσ ὁ Ἀλκμαίωνοσ, Πεισίστρατοσ δὲ τῶν Διακρίων, ἐν οἷσ ἦν ὁ θητικὸσ ὄχλοσ καὶ μάλιστα τοῖσ πλουσίοισ ἀχθόμενοσ· (Plutarch, , chapter 29 1:2)

Synonyms

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION