Ancient Greek-English Dictionary Language

στοά̄

First declension Noun; Feminine Transliteration:

Principal Part: στοά̄ στοᾶς

Structure: στο (Stem) + α (Ending)

Sense

  1. roofed enclosure supported by pillars, portico, colonnade, piazza, arcade, cloister
  2. various buildings supported by pillars, stoa
  3. royal court

Declension

First declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • καὶ οὕτωσ ἐποίησε τῷ πυλῶνι τοῦ ναοῦ, φλιαὶ ξύλων ἀρκευθίνων, στοαὶ τετραπλῶσ. (Septuagint, Liber I Regum 6:32)
  • καὶ αἱ στοαὶ κατὰ νώτου τῶν πυλῶν, κατὰ τὸ μῆκοσ τῶν πυλῶν τὸ περίστυλον τὸ ὑποκάτω. (Septuagint, Prophetia Ezechielis 40:18)
  • διαγεγραμμέναι ὃν τρόπον αἱ πύλαι τῆσ αὐλῆσ τῆσ ἐσωτέρασ καὶ ὃν τρόπον τὰ περίστυλα τῆσ αὐλῆσ τῆσ ἐξωτέρασ, ἐστιχισμέναι ἀντιπρόσωποι στοαὶ τρισσαί. (Septuagint, Prophetia Ezechielis 42:3)
  • καὶ οὕτωσ στοαί. διότι τριπλαῖ ἦσαν καὶ στύλουσ οὐκ εἶχον καθὼσ οἱ στῦλοι τῶν ἐξωτέρων, διὰ τοῦτο ἐξείχοντο τῶν ὑποκάτωθεν καὶ τῶν μέσων ἀπὸ τῆσ γῆσ. (Septuagint, Prophetia Ezechielis 42:6)
  • τεθνᾶσιν ἐκεῖνοι πάντεσ οἱ Σκείρωνεσ καὶ Πιτυοκάμπται καὶ Βουσίριδεσ καὶ Φαλάριδεσ οὓσ ἐδεδίεισ τότε, νυνὶ δὲ Σοφία καὶ Ἀκαδήμεια καὶ Στοὰ κατέχουσι πάντα καὶ πανταχοῦ σε ζητοῦσιν καὶ περὶ σοῦ διαλέγονται, κεχηνότεσ εἴ ποθεν εἰσ αὐτοὺσ καταπτοῖο πάλιν. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 8:6)
  • ἀπελθὼν δὲ ἐσ τὴν πανήγυριν ἐπέστην τινὶ πολιῷ ἀνδρὶ καὶ νὴ τὸν Δί’ ἀξιοπίστῳ τὸ πρόσωπον ἐπὶ τῷ πώγωνι καὶ τῇ λοιπῇ σεμνότητι, τά τε ἄλλα διηγουμένῳ περὶ τοῦ Πρωτέωσ καὶ ὡσ μετὰ τὸ καυθῆναι θεάσαιτο αὐτὸν ἐν λευκῇ ἐσθῆτι μικρὸν ἔμπροσθεν, καὶ νῦν ἀπολίποι περιπατοῦντα φαιδρὸν ἐν τῇ ἑπταφώνῳ στοᾷ κοτίνῳ τε ἐστεμμένον. (Lucian, De morte Peregrini, (no name) 20:1)
  • ἡ Στοὰ κατὰ τῆσ Ἡδονῆσ ἀδικίασ, ὅτι τὸν ἐραστὴν αὐτῆσ Διονύσιον ἀπεβουκόλησεν. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 13:16)
  • καθίσατε οἱ τῇ Στοᾷ πρὸσ τὴν Ἡδονὴν λαχόντεσ περὶ τοῦ ἐραστοῦ δικάζειν ἐγκέχυται τὸ ὕδωρ. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 19:1)
  • ἀλλ’ εἰ μὲν ἐπῳδαῖσ τισιν ἢ φαρμάκοισ ὅν φησιν ἐραστὴν ἑαυτῆσ ἡ Στοὰ τὸν Διονύσιον κατηνάγκασεν ταύτησ μὲν ἀπέχεσθαι, πρὸσ ἑαυτὴν δὲ ἀποβλέπειν ἡ Ἡδονή, φαρμακὶσ ἂν εἰκότωσ ἔδοξεν καὶ ἀδικεῖν ἐκέκριτο ἐπὶ τοὺσ ἀλλοτρίουσ ἐραστὰσ μαγγανεύουσα. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 21:3)

Synonyms

  1. royal court

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION