Ancient Greek-English Dictionary Language

στιβαρός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: στιβαρός στιβαρή στιβαρόν

Structure: στιβαρ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: stei/bw

Sense

  1. compact, strong, stout, sturdy

Examples

  • ὡσ καὶ στιβαρά τισ φαίνεται καὶ καρτερά· (Aristophanes, Thesmophoriazusae, Episode 1:21)
  • ταῦθ’ ὅτι μέν ἐστιν ἰσχυρὰ καὶ στιβαρὰ καὶ ἀξιωματικὰ καὶ πολὺ τὸ αὐστηρὸν ἔχει τραχύνει τε ἀλύπωσ καὶ πικραίνει μετρίωσ τὰσ ἀκοὰσ ἀναβέβληταί τε τοῖσ χρόνοισ καὶ διαβέβηκεν ἐπὶ πολὺ ταῖσ ἁρμονίαισ καὶ οὐ τὸ θεατρικὸν δὴ τοῦτο καὶ γλαφυρὸν ἐπιδείκνυται κάλλοσ ἀλλὰ τὸ ἀρχαϊκὸν ἐκεῖνο καὶ αὐστηρόν, ἅπαντεσ ἂν εὖ οἶδ’ ὅτι μαρτυρήσειαν οἱ μετρίαν ἔχοντεσ αἴσθησιν περὶ λόγουσ. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 2225)
  • ἅδ’ ἐγὼ ἁ Φοίβοιο σαφηγορίσ εἰμι Σίβυλλατῷδ’ ὑπὸ λαϊνέῳ σάματι κευθομένα,παρθένοσ αὐδάεσσα τὸ πρίν, νῦν δ’ αἰὲν ἄναυδοσ,μοίρᾳ ὑπὸ στιβαρᾷ τάνδε λαχοῦσα πέδαν. (Pausanias, Description of Greece, , chapter 12 9:1)

Synonyms

  1. compact

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION