Ancient Greek-English Dictionary Language

στενωπός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: στενωπός

Structure: στενωπ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: steno/s, w)/y

Sense

  1. narrow-looking, narrow, strait, confined
  2. a narrow passage or way, strait

Examples

  • ἀλλὰ μηδέποτε ἀπόκοιτόσ μου γενόμενοσ ἀφ̓ οὗ γυναικὶ ὁμιλεῖν ἤρξατο ‐ πρῶτον δὲ ὡμίλησέ μοι ‐ τριῶν τούτων ἑξῆσ ἡμερῶν οὐδὲ προσῆλθε τῷ στενωπῷ· (Lucian, Dialogi meretricii, 2:3)
  • ἐν δὲ τῷ μακρῷ στενωπῷ Τύχησ βωμὸσ Εὐέλπιδοσ· (Plutarch, De fortuna Romanorum, section 10 2:1)
  • ἐν δὲ τῷ μακρῷ στενωπῷ Τύχησ βωμὸσ εὐέλπιδοσ· (Plutarch, De fortuna Romanorum, section 10 6:1)
  • ἔτι δὲ μικρὸσ ὢν ἔπαιζεν ἀστραγάλοισ ἐν τῷ στενωπῷ, τῆσ δὲ βολῆσ καθηκούσησ εἰσ αὐτὸν ἅμαξα φορτίων ἐπῄει. (Plutarch, , chapter 2 2:4)
  • "διὰ τί, πολλῶν ὄντων ἐν Ῥώμῃ ναῶν Ἀρτέμιδοσ, εἰσ μόνον τὸν ἐν τῷ καλουμένῳ Πατρικίῳ στενωπῷ ἄνδρεσ οὐκ εἰσίασιν; (Plutarch, Quaestiones Romanae, section 3 1:1)

Synonyms

  1. narrow-looking

  2. a narrow passage or way

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION