Ancient Greek-English Dictionary Language

στενωπός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: στενωπός

Structure: στενωπ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: steno/s, w)/y

Sense

  1. narrow-looking, narrow, strait, confined
  2. a narrow passage or way, strait

Examples

  • εἰ δὲ ἀπιστοίην, ἠξίου με παρακύψασαν ἐσ τὸν στενωπὸν ὑμῶν ἰδεῖν πάντα κατεστεφανωμένα καὶ αὐλητρίδασ καὶ θόρυβον καὶ ὑμέναιον ᾅδοντάσ τινασ. (Lucian, Dialogi meretricii, 3:11)
  • εἰ δὲ ἀπιστεῖσ, αὖθισ ἀπελθοῦσα, ὦ Δωρί, ἀκριβῶσ ἰδὲ μὴ τὸν στενωπόν, ἀλλὰ τὴν θύραν, ποτέρα ἐστὶν ἡ κατεστεφανωμένη· (Lucian, Dialogi meretricii, 4:7)
  • ̓ ἐμφράξαντεσ τὸν στενωπὸν τῇ φάλαγγι· (Lucian, Dialogi meretricii, 5:7)
  • ἡ δ’ αὐλητρὶσ αὐλοῦσα διεξῆλθε τὸν στενωπόν. (Plutarch, Amatorius, section 10 6:1)
  • "Κηφισόδωρον οὐ κακῶσ μὰ τὸν Δία τὸν πλάνον φασὶ στενωπὸν εἰσ μέσον στῆσαί τινασ ἀγκαλίδασ ἔχοντασ, ὥστε μὴ παρελθεῖν μηδένα. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 57)

Synonyms

  1. narrow-looking

  2. a narrow passage or way

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION