Ancient Greek-English Dictionary Language

στεγνός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: στεγνός στεγνή στεγνόν

Structure: στεγν (Stem) + ος (Ending)

Etym.: contr. from stegano/s

Sense

  1. waterproof
  2. a covered dwelling

Examples

  • ταῦτα δὲ καὶ στεγνὰ πρὸσ ὕδωρ καὶ πρὸσ χιόνα καὶ πρὸσ τὰ πνεύματα. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, , xviii.6)
  • μετὰ δὲ ταῦτα τῶν περὶ Κρατερὸν στεγνὰ κατασκευασάντων καὶ συναναγκαζόντων τοὺσ πολεμίουσ μένειν τὸν χειμῶνα καὶ διακαρτερεῖν ἐν τόποισ χιονοβολουμένοισ καὶ τροφῆσ ἐνδεέσιν εἰσ τοὺσ ἐσχάτουσ ἦλθον κινδύνουσ· (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 18, chapter 25 1:4)
  • καθ’ ὃν δὴ χρόνον ἦλθε καὶ Σέλευκοσ ἐκ τῶν ἄνω σατραπειῶν διαβεβηκὼσ εἰσ Καππαδοκίαν μετὰ πολλῆσ δυνάμεωσ καὶ κατασκευάσασ στεγνὰ τοῖσ στρατιώταισ παρεχείμαζεν. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 20, chapter 113 4:1)

Related

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION