헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σόφισμα

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σόφισμα σόφισματος

형태분석: σοφισματ (어간)

어원: from sofi/zw

  1. 고안, 발명품, 장치
  2. 책략, 속임수, 함정, 덫, 교묘한 장치
  3. 오류, 허위진술
  1. any skilful act, the skilful dressing of food
  2. a clever device, contrivance
  3. a sly trick, artifice, a stage-trick, claptrap
  4. a captious argument, a quibble, fallacy, sophism

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τὸ Δαιδάλειον γὰρ ἐκεῖνο σόφισμα τῶν πτερῶν καὶ αὐτὸσ ἐμηχανησάμην. (Lucian, Icaromenippus, (no name) 2:14)

    (루키아노스, Icaromenippus, (no name) 2:14)

  • ἀτὰρ τί δὴ σόφισμα τοῦθ’ ἡγούμενοι ἐσ τήνδε παῖδα ψῆφον ὡρ́ισαν φόνου; (Euripides, Hecuba, episode 1:4)

    (에우리피데스, Hecuba, episode 1:4)

  • καὶ τὰ σοφίσματα ταῦτα. (Arrian, chapter 35 5:3)

    (아리아노스, chapter 35 5:3)

  • δίκην σε δοῦναι δεῖ σοφισμάτων κακῶν. (Euripides, episode 3:17)

    (에우리피데스, episode 3:17)

  • τέχναι δὲ πᾶσαι διὰ σὲ καὶ σοφίσματα ἐν τοῖσιν ἀνθρώποισίν ἐσθ’ ηὑρημένα. (Aristophanes, Plutus, Prologue 3:51)

    (아리스토파네스, Plutus, Prologue 3:51)

  • τὸ γὰρ σόφισμα δημοτικὸν καὶ χρήσιμον. (Aristophanes, Clouds, Prologue 6:32)

    (아리스토파네스, Clouds, Prologue 6:32)

  • οἱο͂ν μέντοι τῇ περὶ τῶν τρεσάντων ἀπορίᾳ προσήγαγεν ὁ Ἀγησίλαοσ ἰάμα μετὰ τὴν ἐν Λεύκτροισ ἀτυχίαν, κελεύσασ τοὺσ νόμουσ ἐκείνην τὴν ἡμέραν καθεύδειν, οὐ γέγονεν ἄλλο σόφισμα πολιτικόν, οὐδ’ ἔχομέν τι τοῦ Πομπηϊού παραπλήσιον, ἀλλὰ τοὐναντίον οὐδ’ οἷσ αὐτὸσ ἐτίθει νόμοισ ᾤετο δεῖν ἐμμένειν, τὸ δύνασθαι μέγα τοῖσ φίλοισ ἐνδεικνύμενοσ, ὁ δὲ εἰσ ἀνάγκην καταστὰσ τοῦ λῦσαι τοὺσ νόμουσ ἐπὶ τῷ σῶσαι τοὺσ πολίτασ, ἐξεῦρε τρόπον ᾧ μήτε ἐκείνουσ βλάψουσι μήτε ὅπωσ οὐ βλάψωσι λυθήσονται. (Plutarch, Comparison of Agesilaus and Pompey, chapter 2 2:1)

    (플루타르코스, Comparison of Agesilaus and Pompey, chapter 2 2:1)

  • αἵ θ’ αἱματωποὶ δεργμάτων διαφθοραὶ θεῶν σόφισμα κἀπίδειξισ Ἑλλάδι. (Euripides, Phoenissae, episode 1:4)

    (에우리피데스, Phoenissae, episode 1:4)

유의어

  1. 고안

  2. 책략

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION