헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σῑμός

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σῑμός

형태분석: σῑμ (어간) + ος (어미)

  1. 들창코의, 사자코의
  2. 가파른, 급한, 험준한
  3. 빈, 공허한, 빤, 속이 빈
  1. snub-nosed, flat nosed
  2. steep, uphill
  3. bent in, hollow, concave

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 σῑμός

들창코의 (이)가

σῑμή

들창코의 (이)가

σῖμον

들창코의 (것)가

속격 σῑμοῦ

들창코의 (이)의

σῑμῆς

들창코의 (이)의

σῑ́μου

들창코의 (것)의

여격 σῑμῷ

들창코의 (이)에게

σῑμῇ

들창코의 (이)에게

σῑ́μῳ

들창코의 (것)에게

대격 σῑμόν

들창코의 (이)를

σῑμήν

들창코의 (이)를

σῖμον

들창코의 (것)를

호격 σῑμέ

들창코의 (이)야

σῑμή

들창코의 (이)야

σῖμον

들창코의 (것)야

쌍수주/대/호 σῑμώ

들창코의 (이)들이

σῑμᾱ́

들창코의 (이)들이

σῑ́μω

들창코의 (것)들이

속/여 σῑμοῖν

들창코의 (이)들의

σῑμαῖν

들창코의 (이)들의

σῑ́μοιν

들창코의 (것)들의

복수주격 σῑμοί

들창코의 (이)들이

σῑμαί

들창코의 (이)들이

σῖμα

들창코의 (것)들이

속격 σῑμῶν

들창코의 (이)들의

σῑμῶν

들창코의 (이)들의

σῑ́μων

들창코의 (것)들의

여격 σῑμοῖς

들창코의 (이)들에게

σῑμαῖς

들창코의 (이)들에게

σῑ́μοις

들창코의 (것)들에게

대격 σῑμούς

들창코의 (이)들을

σῑμᾱ́ς

들창코의 (이)들을

σῖμα

들창코의 (것)들을

호격 σῑμοί

들창코의 (이)들아

σῑμαί

들창코의 (이)들아

σῖμα

들창코의 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 σῑμός

σῑμοῦ

들창코의 (이)의

σῑμότερος

σῑμοτεροῦ

더 들창코의 (이)의

σῑμότατος

σῑμοτατοῦ

가장 들창코의 (이)의

부사 σῑ́μως

σῑμότερον

σῑμότατα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • πρῶτον μὲν οὖν χρὴ εἶναι μεγάλασ, εἶτα ἐχούσασ τὰσ κεφαλὰσ ἐλαφράσ, σιμάσ, ἀρθρώδεισ, ἰνώδη τὰ κάτωθεν τῶν μετώπων, ὄμματα μετέωρα, μέλανα, λαμπρά, μέτωπα πλατέα, τὰσ διακρίσεισ βαθείασ, ὦτα μικρά, λεπτά, ψιλὰ ὄπισθεν, τραχήλουσ μακρούσ, ὑγρούσ, περιφερεῖσ, στήθη πλατέα, μὴ ἄσαρκα ἀπὸ τῶν ὤμων, τὰσ ὠμοπλάτασ διεστώσασ μικρόν, σκέλη τὰ πρόσθια μικρά, ὀρθά, στρογγύλα, στιφρά, ὀρθοὺσ τοὺσ ἀγκῶνασ, πλευρὰσ μὴ ἐπὶ γῆν βαθείασ, ἀλλ’ εἰσ τὸ πλάγιον παρηκούσασ, ὀσφῦσ σαρκώδεισ, τὰ μεγέθη μεταξὺ μακρῶν <καὶ> βραχειῶν, μήτε ὑγρὰσ λίαν μήτε σκληράσ, λαγόνασ μεταξὺ μεγάλων <καὶ> μικρῶν, ἰσχία στρογγύλα, ὄπισθεν σαρκώδη, ἄνωθεν δὲ μὴ συνδεδεμένα, ἔνδοθεν δὲ προσεσταλμένα, τὰ κάτωθεν τῶν κενεώνων λαγαρὰ καὶ αὐτοὺσ τοὺσ κενεῶνασ, οὐρὰσ μακράσ, ὀρθάσ, λιγυράσ, μηριαίασ μὴ σκληράσ, ὑποκώλια μακρά, περιφερῆ, εὐπαγῆ, σκέλη πολὺ μείζω τὰ ὄπισθεν τῶν ἔμπροσθεν καὶ ἐπίρρικνα, πόδασ περιφερεῖσ. (Xenophon, Minor Works, , chapter 4 2:1)

    (크세노폰, Minor Works, , chapter 4 2:1)

  • τὰσ δὲ ἄρκυσ ἱστάτω εἰσ ἄγκη, δρυμῶνασ τραχείασ, σιμάσ, λαγαράσ, σκοτεινάσ, ῥοῦσ, χαράδρασ, χειμάρρουσ ἀενάουσ· (Xenophon, Minor Works, , chapter 6 7:2)

    (크세노폰, Minor Works, , chapter 6 7:2)

유의어

  1. 들창코의

  2. 가파른

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION