σφάζω
Non-contract Verb;
Transliteration:
Principal Part:
σφάζω
Structure:
σφάζ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Etym.: Root SFAG
Sense
- to slay, slaughter, by cutting the throat
- to slaughter
- to slay, kill
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- πρῷραι ναῶν, ὠκείαισ Ἴλιον ἱερὰν αἳ κώπαισ δι’ ἅλα πορφυροειδέα καὶ λιμένασ Ἑλλάδοσ εὐόρμουσ αὐλῶν παιᾶνι στυγνῷ συρίγγων τ’ εὐφθόγγων φωνᾷ βαίνουσαι πλεκτὰν Αἰγύπτου παιδείαν ἐξηρτήσασθ’, αἰαῖ, Τροίασ ἐν κόλποισ τὰν Μενελάου μετανισόμεναι στυγνὰν ἄλοχον, Κάστορι λώβαν τῷ τ’ Εὐρώτᾳ δυσκλείαν, ἃ σφάζει μὲν τὸν πεντήκοντ’ ἀροτῆρα τέκνων Πρίαμον, ἐμέ τε μελέαν Ἑκάβαν ἐσ τάνδ’ ἐξώκειλ’ ἄταν. (Euripides, The Trojan Women, choral, lyric1)
- μορφὴν δ’ ἀλλάξαντα πατὴρ φίλον υἱὸν ἀείρασ σφάζει ἐπευχόμενοσ μέγα νήπιοσ, ἀλλ’ εἰδότεσ καὶ γιγνώσκοντεσ αὐτοὶ τὰ αὑτῶν τέκνα καθιέρευον, οἱ δ’ ἄτεκνοι παρὰ τῶν πενήτων ὠνούμενοι παιδία κατέσφαζον καθάπερ ἄρνασ ἢ νεοσσούσ, παρειστήκει δ’ ἡ μήτηρ ἄτεγκτοσ καὶ ἀστένακτοσ. (Plutarch, De superstitione, section 13 4:1)
- Σαβῖνοσ δὲ Κλαυδίου μὴ μόνον τῆσ αἰτίασ παραλύοντοσ αὐτὸν ἀλλὰ καὶ τὴν ἀρχὴν ἣν εἶχεν ἐφιέντοσ, ἄδικον ἡγεῖτο τὴν ἐκλειπίαν τῆσ πρὸσ τοὺσ συνωμότασ πίστεωσ, σφάζει ἑαυτὸν περιπεσὼν τῷ ξίφει μέχρι δὴ καὶ τὴν κώπην τῷ τραύματι συνελθεῖν. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 19 312:1)
Synonyms
-
to slay
-
to slaughter
-
to slay
- κτείνω (to kill, slay)
- κατακόπτω (to kill, slay)
- καίνω (to kill, slay)
- ἐξεναρίζω (to kill, slay)
- ἀποκτείνω (I kill, slay)
- θείνω (I slay, kill)
- ἐναίρω (to slay, to kill, slay)
- κατεναίρομαι (to kill, slay, murder)
- κατακτείνω (to kill, slay, murder)
- ἀπόλλυμι (, to destroy utterly, kill)
- φονεύω (to murder, kill, slay)
- ἀποκτίννυμι (to kill)
- δαμνάω (I kill)
- δαμάζω (I kill)
- δάμνημι (I kill)
- φένω (to slay)
- προσσφάζω (to slay at)
- καθαιρέω (to put down by force, destroy, to kill)