Ancient Greek-English Dictionary Language

θυμικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: θυμικός θυμική θυμικόν

Structure: θυμικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: qumo/s

Sense

  1. high-spirited, passionate

Examples

  • καὶ θυμικώτερον ἐστρατηγηκέναι δόξασ οὕτωσ αὖ πάλιν ἀπημβλύνθη καὶ προήκατο τὰ πράγματα καὶ τὰσ ἐλπίδασ, ὥστε πολλάκισ λαβὴν τοὺσ Αἰτωλοὺσ παρασχόντασ ἀνέχεσθαι καὶ περιορᾶν ὥσπερ κωμάζοντασ ἐν τῇ Πελοποννήσῳ μετὰ πολλῆσ ἀσελγείασ καὶ θρασύτητοσ. (Plutarch, Aratus, chapter 47 3:1)
  • ὁ δ’ Ἄρατοσ, σχετλιάζων καὶ παροξυνόμενοσ ἐπὶ τῇ τόλμῃ τῶν Αἰτωλῶν, θυμικώτερον ἐχρῆτο τοῖσ πράγμασιν, ἅτε καὶ προϋπαρχούσησ αὐτοῖσ ἀλλοτριότητοσ ἐκ τῶν ἐπάνω χρόνων. (Polybius, Histories, book 4, chapter 7 8:1)
  • ὃσ παραυτίκα τὴν ἀρχὴν παραλαβὼν καὶ τοὺσ Αἰτωλοὺσ ἁθροίσασ μετὰ τῶν ὅπλων, ἐνέβαλεν εἰσ τοὺσ ἄνω τόπουσ τῆσ Ἠπείρου καὶ τὴν χώραν ἐδῄου, θυμικώτερον χρώμενοσ τῇ καταφθορᾷ· (Polybius, Histories, book 4, chapter 67 1:3)

Synonyms

  1. high-spirited

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION