헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

θυγάτηρ

3군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: θυγάτηρ θυγατέρος

형태분석: θυγατερ (어간)

  1. 여종, 하녀
  1. daughter
  2. female slave, maid-servant

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὔτοι μὰ τὼ θεὼ καταπροίξει Μυρτίασ τῆσ Ἀγκυλίωνοσ θυγατέροσ καὶ Σωστράτησ, οὕτω διαφθείρασ ἐμοῦ τὰ φορτία. (Aristophanes, Wasps, Episode, lyric 3:7)

    (아리스토파네스, Wasps, Episode, lyric 3:7)

  • ἴσωσ σοι θυγατέροσ θυμούμενοσ; (Euripides, episode, trochees28)

    (에우리피데스, episode, trochees28)

  • καὶ τῷ Αὐτολύκῳ ἐλθόντι ’ Ἰθάκησ ἐσ πίονα δῆμον ’ ἡ τροφὸσ καθημένῳ δηλονότι ‐ οὕτωσ γὰρ ἐδείπνουν οἱ τότε τὸν Ὀδυσσέα, φησὶν ὁ ποιητήσ, παῖδα νέον γεγαῶτα κιχήσατο θυγατέροσ ἧσ, τὸν ῥὰ οἱ Εὐρύκλεια φίλοισ ἐπὶ γούνασι θῆκε παυομένῳ δόρποιο· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 11, book 11 2:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 11, book 11 2:1)

  • Αὐτόλυκοσ δ’ ἐλθὼν Ἰθάκησ ἐσ πίονα δῆμον παῖδα νέον γεγαῶτα κιχήσατο θυγατέροσ ἧσ· (Homer, Odyssey, Book 19 41:9)

    (호메로스, 오디세이아, Book 19 41:9)

  • ἣ μὲν τόξα λαβοῦσα πάλιν κίε θυγατέροσ ἧσ· (Homer, Iliad, Book 21 45:2)

    (호메로스, 일리아스, Book 21 45:2)

유의어

  1. 여종

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION