헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

θυγάτηρ

3군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: θυγάτηρ θυγατέρος

형태분석: θυγατερ (어간)

  1. 여종, 하녀
  1. daughter
  2. female slave, maid-servant

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ εὐδοκήσασ προσεκύνησα τῷ Κυρίῳ καὶ εὐλόγησα Κύριον τὸν Θεὸν τοῦ κυρίου μου Ἁβραάμ, ὃσ εὐώδωσέ με ἐν ὁδῷ ἀληθείασ, λαβεῖν τὴν θυγατέρα τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ κυρίου μου τῷ υἱῷ αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Genesis 24:48)

    (70인역 성경, 창세기 24:48)

  • Ἁβραὰμ ἐγέννησε τὸν Ἰσαάκ. ἦν δὲ Ἰσαὰκ ἐτῶν τεσσαράκοντα, ὅτε ἔλαβε τὴν Ρεβέκκαν θυγατέρα Βαθουὴλ τοῦ Σύρου ἐκ τῆσ Μεσοποταμίασ Συρίασ, ἀδελφὴν Λάβαν τοῦ Σύρου, ἑαυτῷ εἰσ γυναῖκα. (Septuagint, Liber Genesis 25:20)

    (70인역 성경, 창세기 25:20)

  • Ἦν δὲ Ἡσαῦ ἐτῶν τεσσαράκοντα καὶ ἔλαβε γυναῖκα Ἰουδίθ, θυγατέρα Βεὼχ τοῦ Χετταίου καὶ τὴν Βασεμάθ, θυγατέρα Ἑλὼν Χετταίου. (Septuagint, Liber Genesis 26:34)

    (70인역 성경, 창세기 26:34)

  • ἐπορεύθη Ἡσαῦ πρὸσ Ἰσμαὴλ καὶ ἔλαβε τὴν Μαελὲθ θυγατέρα Ἰσμαὴλ τοῦ υἱοῦ Ἁβραάμ, ἀδελφὴν Ναβεώθ, πρὸσ ταῖσ γυναιξὶν αὐτοῦ γυναῖκα. (Septuagint, Liber Genesis 28:9)

    (70인역 성경, 창세기 28:9)

유의어

  1. 여종

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION