헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

θεράπων

3군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: θεράπων θεράποντος

형태분석: θεραποντ (어간)

  1. 동료, 동지, 동무, 여성 종업원, 참가자
  2. 노예, 하인, 종
  1. companion of lower rank, comrade, attendant, aide
  2. servant, slave

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 θεράπων

동료가

θεράποντε

동료들이

θεράποντες

동료들이

속격 θεράποντος

동료의

θεραπόντοιν

동료들의

θεραπόντων

동료들의

여격 θεράποντι

동료에게

θεραπόντοιν

동료들에게

θεράπουσιν*

동료들에게

대격 θεράποντα

동료를

θεράποντε

동료들을

θεράποντας

동료들을

호격 θεράπον

동료야

θεράποντε

동료들아

θεράποντες

동료들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ λέγουσιν οἱ θεράποντεσ Φαραὼ πρὸσ αὐτόν. ἕωσ τίνοσ ἔσται τοῦτο ἡμῖν σκῶλον̣ ἐξαπόστειλον τοὺσ ἀνθρώπουσ, ὅπωσ λατρεύσωσι τῷ Θεῷ αὐτῶν. ἢ εἰδέναι βούλῃ ὅτι ἀπόλωλεν Αἴγυπτοσ̣ (Septuagint, Liber Exodus 10:7)

    (70인역 성경, 탈출기 10:7)

  • καὶ ἀναστὰσ Φαραὼ νυκτὸσ καὶ οἱ θεράποντεσ αὐτοῦ καὶ πάντεσ οἱ Αἰγύπτιοι καὶ ἐγενήθη κραυγή μεγάλη ἐν πάσῃ γῇ Αἰγύπτῳ. οὐ γὰρ ἦν οἰκία, ἐν ᾗ οὐκ ἦν ἐν αὐτῇ τεθνηκώσ. (Septuagint, Liber Exodus 12:30)

    (70인역 성경, 탈출기 12:30)

  • καὶ ἐξῆλθον οἱ παρακαθεύδοντεσ Ὀλοφέρνῃ καὶ πάντεσ οἱ θεράποντεσ αὐτοῦ καὶ εἰσήγαγον αὐτὴν εἰσ τὴν σκηνήν. (Septuagint, Liber Iudith 10:20)

    (70인역 성경, 유딧기 10:20)

  • καὶ ἠγάγοσαν αὐτὴν οἱ θεράποντεσ Ὀλοφέρνου εἰσ τὴν σκηνήν, καὶ ὕπνωσε μέχρι μεσούσησ τῆσ νυκτόσ. καὶ ἀνέστη πρὸσ τὴν ἑωθινὴν φυλακήν, (Septuagint, Liber Iudith 12:5)

    (70인역 성경, 유딧기 12:5)

  • οὐκ αἰεὶ θεράποντεσ ἀριστεύουσιν Ἀθήνησ· (Colluthus, Rape of Helen, book 180)

    (콜루토스, Rape of Helen, book 180)

  • καὶ σὺ καὶ οἱ θεράποντέσ σου, ἐπίσταμαι ὅτι οὐδέπω πεφόβησθε τὸν Κύριον. (Septuagint, Liber Exodus 9:30)

    (70인역 성경, 탈출기 9:30)

유의어

  1. 노예

관련어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION