헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

θεράπων

3군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: θεράπων θεράποντος

형태분석: θεραποντ (어간)

  1. 동료, 동지, 동무, 여성 종업원, 참가자
  2. 노예, 하인, 종
  1. companion of lower rank, comrade, attendant, aide
  2. servant, slave

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 θεράπων

동료가

θεράποντε

동료들이

θεράποντες

동료들이

속격 θεράποντος

동료의

θεραπόντοιν

동료들의

θεραπόντων

동료들의

여격 θεράποντι

동료에게

θεραπόντοιν

동료들에게

θεράπουσιν*

동료들에게

대격 θεράποντα

동료를

θεράποντε

동료들을

θεράποντας

동료들을

호격 θεράπον

동료야

θεράποντε

동료들아

θεράποντες

동료들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἰ μὲν τοίνυν φίλον ἐβούλετο τὸν Πάτροκλον λέγειν, οὐκ ἂν αὐτὸν ὠνόμαζεν θεράποντα· (Lucian, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 47:8)

    (루키아노스, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 47:8)

  • ᾗ καὶ τὸν Μηριόνην τοῦ Ἰδομενέωσ καὶ αὐτὸν θεράποντα ὀνομάζει. (Lucian, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 47:12)

    (루키아노스, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 47:12)

  • ἢν γὰρ τὰ βέλτισθ’ ὁ θεράπων λέξασ τύχῃ, δόξῃ δὲ μὴ δρᾶν ταῦτα τῷ κεκτημένῳ, μετέχειν ἀνάγκη τὸν θεράποντα τῶν κακῶν. (Aristophanes, Plutus, Prologue 1:2)

    (아리스토파네스, Plutus, Prologue 1:2)

  • ἐν τοσούτῳ δὲ τὸν θεράποντα ἰδοῦσα κατόπιν ἑπόμενον, ὃσ συναποδεδημήκει μετ̓ αὐτοῦ, ἠρόμην καὶ, Εἰπέ μοι, ἔφην, ὦ Παρμένων, ἀσπασαμένη πρότερον αὐτόν, πῶσ ἡμῖν ἐπράξατε καὶ εἴ τι ἄξιον τῶν πολέμων ἔχοντεσ ἐπανεληλύθατε; (Lucian, Dialogi meretricii, 1:4)

    (루키아노스, Dialogi meretricii, 1:4)

  • κωμῳδῶν δὲ αὐτὸν Ἄλεξισ ἐν Γαλατείᾳ ποιεῖ τινα θεράποντα διηγούμενον περί τινοσ τῶν μαθητῶν τάδε· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 63 4:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 63 4:2)

  • καὶ εἶπε Μωυσῆσ πρὸσ Κύριον. ἱνατί ἐκάκωσασ τὸν θεράποντά σου, καὶ διατί οὐχ εὕρηκα χάριν ἐναντίον σου, ἐπιθεῖναι τὴν ὁρμὴν τοῦ λαοῦ τούτου ἐπ’ ἐμέ̣ (Septuagint, Liber Numeri 11:11)

    (70인역 성경, 민수기 11:11)

  • θεράποντά μου ἐκάλεσα, καὶ οὐχ ὑπήκουσε. στόμα δέ μου ἐδέετο. (Septuagint, Liber Iob 19:16)

    (70인역 성경, 욥기 19:16)

  • νῦν δὲ λάβετε ἑπτὰ μόσχουσ καὶ ἑπτὰ κριοὺσ καὶ πορεύθητε πρὸσ τὸν θεράποντά μου Ἰώβ, καὶ ποιήσει κάρπωσιν ὑπὲρ ὑμῶν. Ἰὼβ δὲ ὁ θεράπων μου εὔξεται περὶ ὑμῶν, ὅτι εἰ μὴ πρόσωπον αὐτοῦ λήψομαι. εἰ μὴ γὰρ δἰ αὐτόν, ἀπώλεσα ἂν ὑμᾶσ. οὐ γὰρ ἐλαλήσατε ἀληθὲσ κατὰ τοῦ θεράποντόσ μου Ἰώβ. (Septuagint, Liber Iob 42:8)

    (70인역 성경, 욥기 42:8)

유의어

  1. 노예

관련어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION