헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πυκνός

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πυκνός πυκνή πυκνόν

형태분석: πυκν (어간) + ος (어미)

어원: pu/c

  1. 가까운, 친한, 꽉 찬
  2. 단단한, 튼튼한, 굳은, 가까운, 굳건한
  3. 진한, 두꺼운, 짙은, 가까운, 빽빽한, 굵은, 복잡한
  4. 많은, 수많은, 흔한
  5. 강한, 강력한, 진한, 튼튼한, 힘센
  6. 가까운, 친한, 비밀의
  7. 강한, 대단한, 강력한, 위대한, 진한
  8. 통찰력이 있는, 기민한, 날카로운, 신중한, 현명한
  9. 많은, 여러, 다수의
  1. close, compact
  2. close, firm, solid, a well-stuffed
  3. close-packed, crowded, thick, close, dense, a shower of
  4. frequent, many
  5. well put together, compact, fast, strong
  6. close, concealed
  7. strong, great, sore, excessive
  8. sagacious, shrewd, wise, the wise
  9. close or fast
  10. very much, constantly, sorely, greatly
  11. sagaciously, shrewdly, craftily
  12. much, often;
  13. strongly
  14. thick-falling
  15. carefully, diligently

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 πυκνός

가까운 (이)가

πυκνή

가까운 (이)가

πυκνόν

가까운 (것)가

속격 πυκνοῦ

가까운 (이)의

πυκνῆς

가까운 (이)의

πυκνοῦ

가까운 (것)의

여격 πυκνῷ

가까운 (이)에게

πυκνῇ

가까운 (이)에게

πυκνῷ

가까운 (것)에게

대격 πυκνόν

가까운 (이)를

πυκνήν

가까운 (이)를

πυκνόν

가까운 (것)를

호격 πυκνέ

가까운 (이)야

πυκνή

가까운 (이)야

πυκνόν

가까운 (것)야

쌍수주/대/호 πυκνώ

가까운 (이)들이

πυκνᾱ́

가까운 (이)들이

πυκνώ

가까운 (것)들이

속/여 πυκνοῖν

가까운 (이)들의

πυκναῖν

가까운 (이)들의

πυκνοῖν

가까운 (것)들의

복수주격 πυκνοί

가까운 (이)들이

πυκναί

가까운 (이)들이

πυκνά

가까운 (것)들이

속격 πυκνῶν

가까운 (이)들의

πυκνῶν

가까운 (이)들의

πυκνῶν

가까운 (것)들의

여격 πυκνοῖς

가까운 (이)들에게

πυκναῖς

가까운 (이)들에게

πυκνοῖς

가까운 (것)들에게

대격 πυκνούς

가까운 (이)들을

πυκνᾱ́ς

가까운 (이)들을

πυκνά

가까운 (것)들을

호격 πυκνοί

가까운 (이)들아

πυκναί

가까운 (이)들아

πυκνά

가까운 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 πυκνός

πυκνοῦ

가까운 (이)의

πυκνότερος

πυκνοτεροῦ

더 가까운 (이)의

πυκνότατος

πυκνοτατοῦ

가장 가까운 (이)의

부사 πυκνώς

πυκνότερον

πυκνότατα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἆρ’ ἐξέλαμψε τῶν γυναικῶν ἡ τρυφὴ χὠ τυμπανισμὸσ χοἰ πυκνοὶ Σαβάζιοι, ὅ τ’ Ἀδωνιασμὸσ οὗτοσ οὑπὶ τῶν τεγῶν, οὗ ’γώ ποτ’ ὢν ἤκουον ἐν τἠκκλησίᾳ; (Aristophanes, Lysistrata, Episode1)

    (아리스토파네스, Lysistrata, Episode1)

  • ἤδη πυκνοὶ δ’ ᾄττουσιν Ἡφαίστου κύνεσ κούφωσ πρὸσ αἴθραν, οἷσ τό γίνεσθαί θ’ ἅμα καὶ τὴν τελευτὴν τοῦ βίου συνῆψέ τισ μόνοισ ἀνάγκησ θεσμὸσ οὐχ ὁρώμενοσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 23 2:4)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 23 2:4)

  • Πῦρ μὲν πάντη καὶ δριμὺ καὶ λεπτὸν, μάλιστα δὲ τὰ εἴσω· ἀναπνοὴ θερμὴ, ὡσ ἐκ πυρὸσ, ἠέροσ ὁλκὴ μεγάλη, ψυχροῦ ἐπιθυμίη, γλώσσησ ξηρότησ, αὐασμὸσ χειλέων καὶ δέρματοσ, ἄκρεα ψυχρὰ, οὖρα χολόβαφα κατακορέωσ , ἀγρυπνίη, σφυγμοὶ πυκνοὶ, σμικροὶ, ἔκλυτοι · ὀφθαλμοὶ εὐαγέεσ, λαμπροὶ , ὑπέρυθροι· προσώπου εὐχροίη. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 111)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 111)

  • ἢν δὲ καὶ τὸ οὖρον δριμὺ καὶ δακνῶδεσ ἐγγένηται, ψύξιεσ, τρόμοι, σπασμοὶ , διατάσιεσ καὶ πληρώσιεσ τῶν ὑποχονδρίων· ἰκέλη ἡ ξυμφορὴ ἥδε καὶ ξυναίσθησισ γίγνεται τοῖσι ἀπὸ πλήθεοσ σιτίων καὶ διαφθορῆσ ἐμφυσηθεῖσι τὴν κοιλίην · σφυγμοὶ τὰ πρῶτα μὲν ἀραιοὶ, νωθροί · ἢν δὲ ἐπὶ μᾶλλον τὸ κακὸν πιέζῃ, σμικροὶ, πυκνοὶ, ταραχώδεεσ , ἄτακτοι, ὕπνοι λεπτοὶ, ὀδυνώδεεσ, οὐ διηνεκέεσ, καὶ ἐξαπίνησ ἐκθορνύμενοι ὡσ ὑπὸ νύξιοσ, εἶτα ὑποφέρονται ἐσ κῶμα, ὡσ ὑπὸ καμάτου · τὴν γνώμην οὐ κάρτα παράφοροι, ληρώδεεσ, πελιδνοὶ τὰ πρόσωπα· ἢν δὲ ἥκῃ αὖθίσ κοτε τῆσ οὐρήσιοσ ἡ προθυμίη, ἐπὶ σπασμοῖσι καὶ μεγάλῃσι ὀδύνῃσι βραχὺ ἂν καὶ στάγδην ἐξέκρινε, εὖτε σμικρὸν ἐπανῆκε τῶν πόνων· εἶτα ἐσ τὰ αὐτὰ παλινδρομέεσ· ὀξύτατα δὲ θνήσκουσι τῶνδε οἷσιν οὐδὲν ἐκκρίνει, ὁκόσοι δὴ θνήσκουσι· οἱ πλεῦνεσ γὰρ περιγίγνονται, ἢ τοῦ λίθου ἐσ τὴν κύστιν διὰ τῶν οὔρων ἐκπεσόντοσ, ἢ τῆσ φλεγμονῆσ ἐσ πῦον τρεπομένησ, ἢ κατὰ βραχὺ διαπνεομένησ. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 191)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 191)

  • ἢν οὖν τι τουτέων ξυμβῇ, οὔρων ἐπισχέσιεσ, ὄγκοσ ἐν τῷ ὑπογαστρίῳ, ὀδύνη ὀξείη, πάντη τῆσ κοιλίησ · περίτασισ τῆσ κύστιοσ, ὁ ὠχρὸσ ἱδρὼσ τῇ δεκάτῃ, ἔμετοι φλεγματώδεεσ, ἔπειτα χολώδεεσ, ψύξισ ὅλου, ποδῶν δὲ μᾶλλον· ἢν δὲ ἐπὶ μέζον τὸ κακὸν ἑρ́πῃ, πυρετοὶ λυγγώδεεσ, σφυγμοὶ, ἀταξίῃ πυκνοὶ, καὶ μικροὶ, ἐρύθημα τοῦ προσώπου, διψώδεεσ, ἀπορίη, γνώμην παράφοροι, σπασμοί . (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 206)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 206)

  • συστέλλει δὲ αὐτὸ καὶ πυκνοῖ μᾶλλον τὸ ψῦχοσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 162)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 162)

유의어

  1. 가까운

  2. 단단한

  3. 진한

  4. 많은

  5. 가까운

  6. 통찰력이 있는

  7. close or fast

  8. 많은

  9. strongly

  10. thick-falling

관련어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION