- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πτέρνη?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: pternē 고전 발음: [네:] 신약 발음: []

기본형: πτέρνη

형태분석: πτερν (어간) + η (어미)

  1. 뒤꿈치, 발뒤꿈치
  2. 굽, 발굽
  3. 햄, 대퇴골
  1. heel
  2. hoof
  3. heel of a shoe
  4. footstep
  5. (figuratively) foot or lower part of anything
  6. (Epic) ham (from Latin perna)

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 πτέρνη

뒤꿈치가

πτέρνα

뒤꿈치들이

πτέρναι

뒤꿈치들이

속격 πτέρνης

뒤꿈치의

πτέρναιν

뒤꿈치들의

πτερνῶν

뒤꿈치들의

여격 πτέρνῃ

뒤꿈치에게

πτέρναιν

뒤꿈치들에게

πτέρναις

뒤꿈치들에게

대격 πτέρνην

뒤꿈치를

πτέρνα

뒤꿈치들을

πτέρνας

뒤꿈치들을

호격 πτέρνη

뒤꿈치야

πτέρνα

뒤꿈치들아

πτέρναι

뒤꿈치들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ μετὰ τοῦτο ἐξῆλθεν ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ, καὶ ἡ χεὶρ αὐτοῦ ἐπειλημμένη τῆς πτέρνης Ἡσαῦ. καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰακώβ. Ἰσαὰκ δὲ ἦν ἐτῶν ἑξήκοντα, ὅτε ἔτεκεν αὐτοὺς Ρεβέκκα. (Septuagint, Liber Genesis 25:26)

    (70인역 성경, 창세기 25:26)

  • ἱνατί φοβοῦμαι ἐν ἡμέρᾳ πονηρᾷ; ἡ ἀνομία τῆς πτέρνης μου κυκλώσει με. (Septuagint, Liber Psalmorum 48:6)

    (70인역 성경, 시편 48:6)

  • ἀμφοτέρων μετόπισθε ποδῶν τέτρηνε τένοντε ἐς σφυρὸν ἐκ πτέρνης, βοέους δ ἐξῆπτεν ἱμάντας, ἐκ δίφροιο δ ἔδησε: (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 1886)

    (디오니시오스, De Compositione Verborum, chapter 1886)

  • πτέρνης εἰς ἴσον εὐστοχίη. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 2252)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 2252)

  • Ὅσοι μὲν οὖν ἂν τιθηνηθῶσιν ὀρθῶς, οὗτοι μὲν δύνανται προσχρέεσθαι τῷ σκέλεϊ αὐξανόμενοι, βραχυτέρῳ μέν τινι τοῦ ἑτέρου ἐόντι, ὅμως δὲ ἐρειδόμενοι ξύλῳ ἐπὶ ταῦτα, ᾗ τὸ σιναρὸν σκέλος‧ οὐ γὰρ κάρτα δύνανται ἄνευ τῆς πτέρνης τῷ στήθεϊ τοῦ ποδὸς χρέεσθαι, ἐπικαθιέντες ὥσπερ ἐν ἑτέροισι χωλεύμασιν ἔνιοι δύνανται‧ αἴτιον δὲ τοῦ μὴ δύνασθαι τὸ ὀλίγῳ πρόσθεν εἰρημένον‧ διὰ οὖν τοῦτο προσδέονται ξύλου. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 60.7)

    (히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 60.7)

유의어

  1. 뒤꿈치

  2. heel of a shoe

  3. footstep

파생어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION