헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πτέρνη

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πτέρνη

형태분석: πτερν (어간) + η (어미)

  1. 뒤꿈치, 발뒤꿈치
  2. 굽, 발굽
  3. 햄, 대퇴골
  1. heel
  2. hoof
  3. heel of a shoe
  4. footstep
  5. (figuratively) foot or lower part of anything
  6. (Epic) ham (from Latin perna)

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 πτέρνη

뒤꿈치가

πτέρνᾱ

뒤꿈치들이

πτέρναι

뒤꿈치들이

속격 πτέρνης

뒤꿈치의

πτέρναιν

뒤꿈치들의

πτερνῶν

뒤꿈치들의

여격 πτέρνῃ

뒤꿈치에게

πτέρναιν

뒤꿈치들에게

πτέρναις

뒤꿈치들에게

대격 πτέρνην

뒤꿈치를

πτέρνᾱ

뒤꿈치들을

πτέρνᾱς

뒤꿈치들을

호격 πτέρνη

뒤꿈치야

πτέρνᾱ

뒤꿈치들아

πτέρναι

뒤꿈치들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀτὰρ καὶ τὰ ἄρθρα ὧδέ πωσ ἄρχεται · τοῦ ποδὸσ τὸν μέγαν δάκτυλον ὰλγέει, αὖθισ τὴν ἐπιπρόσω πτέρνην, ᾗ ποτε στηριζόμεθα· ἔπειτα ἐσ τὸ κοῖλον ἧκε· τὸ δὲ σφυρὸν ἐξῴδησε ὕστατον. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 318)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 318)

  • Οἱ δὲ τῇ πτέρνῃ πειρώμενοι ἐμβάλλειν, ἐγγύσ τι τοῦ κατὰ φύσιν ἀναγκάζουσιν‧ χρὴ δὲ τὸν μὲν ἄνθρωπον χαμαὶ κατακλῖναι ὕπτιον, τὸν δὲ ἐμβάλλοντα χαμαὶ ἵζεσθαι ἐφ’ ὁκότερα ἂν τὸ ἄρθρον ἐκπεπτώκῃ‧ ἔπειτα λαβόμενον τῇσι χερσὶ τῇσιν ἑωυτέου τῆσ χειρὸσ τῆσ σιναρῆσ, κατατείνειν αὐτὴν, τὴν δὲ πτέρνην ἐσ τὴν μασχάλην ἐμβάλλοντα ἀντωθέειν, τῇ μὲν δεξιῇ ἐσ τὴν δεξιὴν, τῇ δὲ ἀριστερῇ ἐσ τὴν ἀριστερήν. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 3.1)

    (히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 3.1)

  • Μῆκοσ δὲ τοῦ σκέλεοσ παραπλήσιον φαίνεται, κατὰ μὲν τὴν πτέρνην καὶ πάνυ‧ ἄκροσ δὲ ὁ ποὺσ ἧσσόν τι προκύπτειν ἐθέλει ἐσ τοὔμπροσθεν‧ ὅλον δὲ τὸ σκέλοσ ἔχει τὴν ἰθυωρίην τὴν κατὰ φύσιν, καὶ οὔτε τῇ, οὔτε τῇ Ῥέπει. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 59.2)

    (히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 59.2)

  • Τὸ σχῆμα, ὅπερ ἡ ἐπίδεσισ, ὡσ μὴ ἐσ τὴν πτέρνην ἀποπιέζηται. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 86.7)

    (히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 86.7)

  • Τὸ σχῆμα, ὅπερ ἡ ἐπίδεσισ, ὡσ μὴ ἐσ την πτέρνην ἀποπιέζηται‧ ἀνωτέρω γούνατοσ‧ ἔστω εὔθετοσ‧ νάρθηξι μὴ χρήσασθαι. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., MOXLIKOS., 30.8)

    (히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., MOXLIKOS., 30.8)

유의어

  1. 뒤꿈치

  2. heel of a shoe

  3. footstep

파생어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION