헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πρωτότοκος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πρωτότοκος

형태분석: πρωτοτοκ (어간) + ος (어미)

어원: cf. prwtoto/kos

  1. 맏이의, 장남의
  1. first-born

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 πρωτότοκος

맏이의 (이)가

πρωτότοκον

맏이의 (것)가

속격 πρωτοτόκου

맏이의 (이)의

πρωτοτόκου

맏이의 (것)의

여격 πρωτοτόκῳ

맏이의 (이)에게

πρωτοτόκῳ

맏이의 (것)에게

대격 πρωτότοκον

맏이의 (이)를

πρωτότοκον

맏이의 (것)를

호격 πρωτότοκε

맏이의 (이)야

πρωτότοκον

맏이의 (것)야

쌍수주/대/호 πρωτοτόκω

맏이의 (이)들이

πρωτοτόκω

맏이의 (것)들이

속/여 πρωτοτόκοιν

맏이의 (이)들의

πρωτοτόκοιν

맏이의 (것)들의

복수주격 πρωτότοκοι

맏이의 (이)들이

πρωτότοκα

맏이의 (것)들이

속격 πρωτοτόκων

맏이의 (이)들의

πρωτοτόκων

맏이의 (것)들의

여격 πρωτοτόκοις

맏이의 (이)들에게

πρωτοτόκοις

맏이의 (것)들에게

대격 πρωτοτόκους

맏이의 (이)들을

πρωτότοκα

맏이의 (것)들을

호격 πρωτότοκοι

맏이의 (이)들아

πρωτότοκα

맏이의 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Χαναὰν δὲ ἐγέννησε τὸν Σιδῶνα πρωτότοκον αὐτοῦ (Septuagint, Liber Genesis 10:15)

    (70인역 성경, 창세기 10:15)

  • τὸν Οὒζ πρωτότοκον καὶ τὸν Βαὺξ ἀδελφὸν αὐτοῦ καὶ τὸν Καμουὴλ πατέρα Σύρων (Septuagint, Liber Genesis 22:21)

    (70인역 성경, 창세기 22:21)

  • εἶπα δέ σοι. ἐξαπόστειλον τὸν λαόν μου, ἵνα μοι λατρεύσῃ. εἰ μὲν οὖν μὴ βούλει ἐξαποστεῖλαι αὐτούσ, ὅρα οὖν, ἐγὼ ἀποκτενῶ τὸν υἱόν σου τὸν πρωτότοκον. (Septuagint, Liber Exodus 4:23)

    (70인역 성경, 탈출기 4:23)

  • καὶ τελευτήσει πᾶν πρωτότοκον ἐν γῇ Αἰγύπτῳ, ἀπὸ πρωτοτόκου Φαραώ, ὃσ κάθηται ἐπὶ τοῦ θρόνου, καὶ ἕωσ πρωτοτόκου τῆσ θεραπαίνησ τῆσ παρὰ τὸν μύλον καὶ ἕωσ πρωτοτόκου παντὸσ κτήνουσ, (Septuagint, Liber Exodus 11:5)

    (70인역 성경, 탈출기 11:5)

  • καί διελεύσομαι ἐν γῇ Αἰγύπτῳ ἐν τῇ νυκτὶ ταύτῃ καὶ πατάξω πᾶν πρωτότοκον ἐν γῇ Αἰγύπτῳ ἀπὸ ἀνθρώπου ἕωσ κτήνουσ καὶ ἐν πᾶσι τοῖσ θεοῖσ τῶν Αἰγυπτίων ποιήσω τὴν ἐκδίκησιν. ἐγὼ Κύριοσ. (Septuagint, Liber Exodus 12:12)

    (70인역 성경, 탈출기 12:12)

유의어

  1. 맏이의

관련어

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION