헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πρωτόγονος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πρωτόγονος πρωτόγονον

형태분석: πρωτογον (어간) + ος (어미)

어원: gi/gnomai

  1. 맏이의, 장남의
  2. 고귀한, 귀족의
  1. first-born, firstling, first-created
  2. high-born
  3. first-ordained

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 πρωτόγονος

맏이의 (이)가

πρωτόγονον

맏이의 (것)가

속격 πρωτογόνου

맏이의 (이)의

πρωτογόνου

맏이의 (것)의

여격 πρωτογόνῳ

맏이의 (이)에게

πρωτογόνῳ

맏이의 (것)에게

대격 πρωτόγονον

맏이의 (이)를

πρωτόγονον

맏이의 (것)를

호격 πρωτόγονε

맏이의 (이)야

πρωτόγονον

맏이의 (것)야

쌍수주/대/호 πρωτογόνω

맏이의 (이)들이

πρωτογόνω

맏이의 (것)들이

속/여 πρωτογόνοιν

맏이의 (이)들의

πρωτογόνοιν

맏이의 (것)들의

복수주격 πρωτόγονοι

맏이의 (이)들이

πρωτόγονα

맏이의 (것)들이

속격 πρωτογόνων

맏이의 (이)들의

πρωτογόνων

맏이의 (것)들의

여격 πρωτογόνοις

맏이의 (이)들에게

πρωτογόνοις

맏이의 (것)들에게

대격 πρωτογόνους

맏이의 (이)들을

πρωτόγονα

맏이의 (것)들을

호격 πρωτόγονοι

맏이의 (이)들아

πρωτόγονα

맏이의 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐλέησον λαόν, Κύριε, κεκλημένον ἐπ̓ ὀνόματί σου καὶ Ἰσραήλ, ὃν πρωτογόνῳ ὡμοίωσασ. (Septuagint, Liber Sirach 36:11)

    (70인역 성경, Liber Sirach 36:11)

  • ΟΙΜΟΙ, ὅτι ἐγενήθην ὡσ συνάγων καλάμην ἐν ἀμήτῳ, καὶ ὡσ ἐπιφυλλίδα ἐν τρυγητῷ, οὐχ ὑπάρχοντοσ βότρυοσ τοῦ φαγεῖν τὰ πρωτόγονα. οἴμοι, ψυχή, (Septuagint, Prophetia Michaeae 7:1)

    (70인역 성경, 미카서 7:1)

  • ἡ γοῦν χορεία τῶν ἀστέρων καὶ ἡ πρὸσ τοὺσ ἀπλανεῖσ τῶν πλανήτων συμπλοκὴ καὶ εὔρυθμοσ αὐτῶν κοινωνία καὶ εὔτακτοσ ἁρμονία τῆσ πρωτογόνου ὀρχήσεωσ δείγματά ἐστιν. (Lucian, De saltatione, (no name) 7:4)

    (루키아노스, De saltatione, (no name) 7:4)

  • πρωτογόνων δ’ ἐρίφων, ὁπότ’ ἂν κρύοσ ὡρ́ιον ἔλθῃ, δέρματα συρράπτειν νεύρῳ βοόσ, ὄφρ’ ἐπὶ νώτῳ ὑετοῦ ἀμφιβάλῃ ἀλέην· (Hesiod, Works and Days, Book WD 61:5)

    (헤시오도스, 일과 날, Book WD 61:5)

  • ἀλλὰ τότ’ ἤδη εἰή πετραίη τε σκιὴ καὶ βίβλινοσ οἶνοσ, μάζα τ’ ἀμολγαίη γάλα τ’ αἰγῶν σβεννυμενάων, καὶ βοὸσ ὑλοφάγοιο κρέασ μή πω τετοκυίησ πρωτογόνων τ’ ἐρίφων· (Hesiod, Works and Days, Book WD 65:2)

    (헤시오도스, 일과 날, Book WD 65:2)

  • ἢ νάσων, ἁλιήρει κώπᾳ πεμπομέναν τάλαι‐ ναν, οἰκτρὰν βιοτὰν ἔχουσαν οἴκοισ, ἔνθα πρωτόγονόσ τε φοῖ‐ νιξ δάφνα θ’ ἱεροὺσ ἀνέ‐ σχε πτόρθουσ Λατοῖ φίλᾳ ὠ‐ δῖνοσ ἄγαλμα Δίασ; (Euripides, Hecuba, choral, antistrophe 11)

    (에우리피데스, Hecuba, choral, antistrophe 11)

유의어

  1. 맏이의

  2. 고귀한

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION