Ancient Greek-English Dictionary Language

προεμβάλλω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: προεμβάλλω προεμβαλῶ προβέβλημαι

Structure: προ (Prefix) + ἐμ (Prefix) + βάλλ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to put in or insert before
  2. first striking against
  3. to make the charge, first

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προεμβάλλω προεμβάλλεις προεμβάλλει
Dual προεμβάλλετον προεμβάλλετον
Plural προεμβάλλομεν προεμβάλλετε προεμβάλλουσιν*
SubjunctiveSingular προεμβάλλω προεμβάλλῃς προεμβάλλῃ
Dual προεμβάλλητον προεμβάλλητον
Plural προεμβάλλωμεν προεμβάλλητε προεμβάλλωσιν*
OptativeSingular προεμβάλλοιμι προεμβάλλοις προεμβάλλοι
Dual προεμβάλλοιτον προεμβαλλοίτην
Plural προεμβάλλοιμεν προεμβάλλοιτε προεμβάλλοιεν
ImperativeSingular προεμβάλλε προεμβαλλέτω
Dual προεμβάλλετον προεμβαλλέτων
Plural προεμβάλλετε προεμβαλλόντων, προεμβαλλέτωσαν
Infinitive προεμβάλλειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προεμβαλλων προεμβαλλοντος προεμβαλλουσα προεμβαλλουσης προεμβαλλον προεμβαλλοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προεμβάλλομαι προεμβάλλει, προεμβάλλῃ προεμβάλλεται
Dual προεμβάλλεσθον προεμβάλλεσθον
Plural προεμβαλλόμεθα προεμβάλλεσθε προεμβάλλονται
SubjunctiveSingular προεμβάλλωμαι προεμβάλλῃ προεμβάλληται
Dual προεμβάλλησθον προεμβάλλησθον
Plural προεμβαλλώμεθα προεμβάλλησθε προεμβάλλωνται
OptativeSingular προεμβαλλοίμην προεμβάλλοιο προεμβάλλοιτο
Dual προεμβάλλοισθον προεμβαλλοίσθην
Plural προεμβαλλοίμεθα προεμβάλλοισθε προεμβάλλοιντο
ImperativeSingular προεμβάλλου προεμβαλλέσθω
Dual προεμβάλλεσθον προεμβαλλέσθων
Plural προεμβάλλεσθε προεμβαλλέσθων, προεμβαλλέσθωσαν
Infinitive προεμβάλλεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προεμβαλλομενος προεμβαλλομενου προεμβαλλομενη προεμβαλλομενης προεμβαλλομενον προεμβαλλομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προεμβαλῶ προεμβαλεῖς προεμβαλεῖ
Dual προεμβαλεῖτον προεμβαλεῖτον
Plural προεμβαλοῦμεν προεμβαλεῖτε προεμβαλοῦσιν*
OptativeSingular προεμβαλοῖμι προεμβαλοῖς προεμβαλοῖ
Dual προεμβαλοῖτον προεμβαλοίτην
Plural προεμβαλοῖμεν προεμβαλοῖτε προεμβαλοῖεν
Infinitive προεμβαλεῖν
Participle MasculineFeminineNeuter
προεμβαλων προεμβαλουντος προεμβαλουσα προεμβαλουσης προεμβαλουν προεμβαλουντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προεμβαλοῦμαι προεμβαλεῖ, προεμβαλῇ προεμβαλεῖται
Dual προεμβαλεῖσθον προεμβαλεῖσθον
Plural προεμβαλούμεθα προεμβαλεῖσθε προεμβαλοῦνται
OptativeSingular προεμβαλοίμην προεμβαλοῖο προεμβαλοῖτο
Dual προεμβαλοῖσθον προεμβαλοίσθην
Plural προεμβαλοίμεθα προεμβαλοῖσθε προεμβαλοῖντο
Infinitive προεμβαλεῖσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προεμβαλουμενος προεμβαλουμενου προεμβαλουμενη προεμβαλουμενης προεμβαλουμενον προεμβαλουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to put in or insert before

  2. first striking against

  3. to make the charge

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION