헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προεισφέρω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προεισφέρω προεισοίσω προήνεγκον

형태분석: προ (접두사) + εἰς (접두사) + φέρ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 둘러보다, 살펴보다, 무서워하다
  1. to advance money to pay the, for

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προεισφέρω

(나는) 둘러본다

προεισφέρεις

(너는) 둘러본다

προεισφέρει

(그는) 둘러본다

쌍수 προεισφέρετον

(너희 둘은) 둘러본다

προεισφέρετον

(그 둘은) 둘러본다

복수 προεισφέρομεν

(우리는) 둘러본다

προεισφέρετε

(너희는) 둘러본다

προεισφέρουσιν*

(그들은) 둘러본다

접속법단수 προεισφέρω

(나는) 둘러보자

προεισφέρῃς

(너는) 둘러보자

προεισφέρῃ

(그는) 둘러보자

쌍수 προεισφέρητον

(너희 둘은) 둘러보자

προεισφέρητον

(그 둘은) 둘러보자

복수 προεισφέρωμεν

(우리는) 둘러보자

προεισφέρητε

(너희는) 둘러보자

προεισφέρωσιν*

(그들은) 둘러보자

기원법단수 προεισφέροιμι

(나는) 둘러보기를 (바라다)

προεισφέροις

(너는) 둘러보기를 (바라다)

προεισφέροι

(그는) 둘러보기를 (바라다)

쌍수 προεισφέροιτον

(너희 둘은) 둘러보기를 (바라다)

προεισφεροίτην

(그 둘은) 둘러보기를 (바라다)

복수 προεισφέροιμεν

(우리는) 둘러보기를 (바라다)

προεισφέροιτε

(너희는) 둘러보기를 (바라다)

προεισφέροιεν

(그들은) 둘러보기를 (바라다)

명령법단수 προεισφέρε

(너는) 둘러봐라

προεισφερέτω

(그는) 둘러봐라

쌍수 προεισφέρετον

(너희 둘은) 둘러봐라

προεισφερέτων

(그 둘은) 둘러봐라

복수 προεισφέρετε

(너희는) 둘러봐라

προεισφερόντων, προεισφερέτωσαν

(그들은) 둘러봐라

부정사 προεισφέρειν

둘러보는 것

분사 남성여성중성
προεισφερων

προεισφεροντος

προεισφερουσα

προεισφερουσης

προεισφερον

προεισφεροντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προεισφέρομαι

(나는) 둘러봐진다

προεισφέρει, προεισφέρῃ

(너는) 둘러봐진다

προεισφέρεται

(그는) 둘러봐진다

쌍수 προεισφέρεσθον

(너희 둘은) 둘러봐진다

προεισφέρεσθον

(그 둘은) 둘러봐진다

복수 προεισφερόμεθα

(우리는) 둘러봐진다

προεισφέρεσθε

(너희는) 둘러봐진다

προεισφέρονται

(그들은) 둘러봐진다

접속법단수 προεισφέρωμαι

(나는) 둘러봐지자

προεισφέρῃ

(너는) 둘러봐지자

προεισφέρηται

(그는) 둘러봐지자

쌍수 προεισφέρησθον

(너희 둘은) 둘러봐지자

προεισφέρησθον

(그 둘은) 둘러봐지자

복수 προεισφερώμεθα

(우리는) 둘러봐지자

προεισφέρησθε

(너희는) 둘러봐지자

προεισφέρωνται

(그들은) 둘러봐지자

기원법단수 προεισφεροίμην

(나는) 둘러봐지기를 (바라다)

προεισφέροιο

(너는) 둘러봐지기를 (바라다)

προεισφέροιτο

(그는) 둘러봐지기를 (바라다)

쌍수 προεισφέροισθον

(너희 둘은) 둘러봐지기를 (바라다)

προεισφεροίσθην

(그 둘은) 둘러봐지기를 (바라다)

복수 προεισφεροίμεθα

(우리는) 둘러봐지기를 (바라다)

προεισφέροισθε

(너희는) 둘러봐지기를 (바라다)

προεισφέροιντο

(그들은) 둘러봐지기를 (바라다)

명령법단수 προεισφέρου

(너는) 둘러봐져라

προεισφερέσθω

(그는) 둘러봐져라

쌍수 προεισφέρεσθον

(너희 둘은) 둘러봐져라

προεισφερέσθων

(그 둘은) 둘러봐져라

복수 προεισφέρεσθε

(너희는) 둘러봐져라

προεισφερέσθων, προεισφερέσθωσαν

(그들은) 둘러봐져라

부정사 προεισφέρεσθαι

둘러봐지는 것

분사 남성여성중성
προεισφερομενος

προεισφερομενου

προεισφερομενη

προεισφερομενης

προεισφερομενον

προεισφερομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προεισοίσω

(나는) 둘러보겠다

προεισοίσεις

(너는) 둘러보겠다

προεισοίσει

(그는) 둘러보겠다

쌍수 προεισοίσετον

(너희 둘은) 둘러보겠다

προεισοίσετον

(그 둘은) 둘러보겠다

복수 προεισοίσομεν

(우리는) 둘러보겠다

προεισοίσετε

(너희는) 둘러보겠다

προεισοίσουσιν*

(그들은) 둘러보겠다

기원법단수 προεισοίσοιμι

(나는) 둘러보겠기를 (바라다)

προεισοίσοις

(너는) 둘러보겠기를 (바라다)

προεισοίσοι

(그는) 둘러보겠기를 (바라다)

쌍수 προεισοίσοιτον

(너희 둘은) 둘러보겠기를 (바라다)

προεισοισοίτην

(그 둘은) 둘러보겠기를 (바라다)

복수 προεισοίσοιμεν

(우리는) 둘러보겠기를 (바라다)

προεισοίσοιτε

(너희는) 둘러보겠기를 (바라다)

προεισοίσοιεν

(그들은) 둘러보겠기를 (바라다)

부정사 προεισοίσειν

둘러볼 것

분사 남성여성중성
προεισοισων

προεισοισοντος

προεισοισουσα

προεισοισουσης

προεισοισον

προεισοισοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προεισοίσομαι

(나는) 둘러봐지겠다

προεισοίσει, προεισοίσῃ

(너는) 둘러봐지겠다

προεισοίσεται

(그는) 둘러봐지겠다

쌍수 προεισοίσεσθον

(너희 둘은) 둘러봐지겠다

προεισοίσεσθον

(그 둘은) 둘러봐지겠다

복수 προεισοισόμεθα

(우리는) 둘러봐지겠다

προεισοίσεσθε

(너희는) 둘러봐지겠다

προεισοίσονται

(그들은) 둘러봐지겠다

기원법단수 προεισοισοίμην

(나는) 둘러봐지겠기를 (바라다)

προεισοίσοιο

(너는) 둘러봐지겠기를 (바라다)

προεισοίσοιτο

(그는) 둘러봐지겠기를 (바라다)

쌍수 προεισοίσοισθον

(너희 둘은) 둘러봐지겠기를 (바라다)

προεισοισοίσθην

(그 둘은) 둘러봐지겠기를 (바라다)

복수 προεισοισοίμεθα

(우리는) 둘러봐지겠기를 (바라다)

προεισοίσοισθε

(너희는) 둘러봐지겠기를 (바라다)

προεισοίσοιντο

(그들은) 둘러봐지겠기를 (바라다)

부정사 προεισοίσεσθαι

둘러봐질 것

분사 남성여성중성
προεισοισομενος

προεισοισομενου

προεισοισομενη

προεισοισομενης

προεισοισομενον

προεισοισομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προεισέφερον

(나는) 둘러보고 있었다

προεισέφερες

(너는) 둘러보고 있었다

προεισέφερεν*

(그는) 둘러보고 있었다

쌍수 προεισεφέρετον

(너희 둘은) 둘러보고 있었다

προεισεφερέτην

(그 둘은) 둘러보고 있었다

복수 προεισεφέρομεν

(우리는) 둘러보고 있었다

προεισεφέρετε

(너희는) 둘러보고 있었다

προεισέφερον

(그들은) 둘러보고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προεισεφερόμην

(나는) 둘러봐지고 있었다

προεισεφέρου

(너는) 둘러봐지고 있었다

προεισεφέρετο

(그는) 둘러봐지고 있었다

쌍수 προεισεφέρεσθον

(너희 둘은) 둘러봐지고 있었다

προεισεφερέσθην

(그 둘은) 둘러봐지고 있었다

복수 προεισεφερόμεθα

(우리는) 둘러봐지고 있었다

προεισεφέρεσθε

(너희는) 둘러봐지고 있었다

προεισεφέροντο

(그들은) 둘러봐지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προεισῆνεγκον

(나는) 둘러봤다

προεισῆνεγκες

(너는) 둘러봤다

προεισῆνεγκεν*

(그는) 둘러봤다

쌍수 προεισήνεγκετον

(너희 둘은) 둘러봤다

προεισηνε͂γκετην

(그 둘은) 둘러봤다

복수 προεισήνεγκομεν

(우리는) 둘러봤다

προεισήνεγκετε

(너희는) 둘러봤다

προεισῆνεγκον

(그들은) 둘러봤다

명령법단수 προεισένεγκε

(너는) 둘러봤어라

προεισενεγκέτω

(그는) 둘러봤어라

쌍수 προεισενέγκετον

(너희 둘은) 둘러봤어라

προεισενεγκέτων

(그 둘은) 둘러봤어라

복수 προεισενέγκετε

(너희는) 둘러봤어라

προεισενεγκόντων

(그들은) 둘러봤어라

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὥσθ’ ὅσον εὖ φρονοῦσι βεβαιῶν αὐτοῖσ, ὅσον ὥσπερ ἐν μάχῃ προεισφέρουσιν ἀγνωμοσύνησ, τοῦτ’ ἀφαιρῶ. (Aristides, Aelius, Orationes, 28:10)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 28:10)

유의어

  1. 둘러보다

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION