Ancient Greek-English Dictionary Language

προανάγω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: προανάγω

Structure: προ (Prefix) + ἀν (Prefix) + ά̓γ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to lead up before, to put to sea before

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προανάγω προανάγεις προανάγει
Dual προανάγετον προανάγετον
Plural προανάγομεν προανάγετε προανάγουσιν*
SubjunctiveSingular προανάγω προανάγῃς προανάγῃ
Dual προανάγητον προανάγητον
Plural προανάγωμεν προανάγητε προανάγωσιν*
OptativeSingular προανάγοιμι προανάγοις προανάγοι
Dual προανάγοιτον προαναγοίτην
Plural προανάγοιμεν προανάγοιτε προανάγοιεν
ImperativeSingular προανάγε προαναγέτω
Dual προανάγετον προαναγέτων
Plural προανάγετε προαναγόντων, προαναγέτωσαν
Infinitive προανάγειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προαναγων προαναγοντος προαναγουσα προαναγουσης προαναγον προαναγοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προανάγομαι προανάγει, προανάγῃ προανάγεται
Dual προανάγεσθον προανάγεσθον
Plural προαναγόμεθα προανάγεσθε προανάγονται
SubjunctiveSingular προανάγωμαι προανάγῃ προανάγηται
Dual προανάγησθον προανάγησθον
Plural προαναγώμεθα προανάγησθε προανάγωνται
OptativeSingular προαναγοίμην προανάγοιο προανάγοιτο
Dual προανάγοισθον προαναγοίσθην
Plural προαναγοίμεθα προανάγοισθε προανάγοιντο
ImperativeSingular προανάγου προαναγέσθω
Dual προανάγεσθον προαναγέσθων
Plural προανάγεσθε προαναγέσθων, προαναγέσθωσαν
Infinitive προανάγεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προαναγομενος προαναγομενου προαναγομενη προαναγομενης προαναγομενον προαναγομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to lead up before

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION