헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πολυχρόνιος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πολυχρόνιος

형태분석: πολυχρονι (어간) + ος (어미)

  1. 오래된, 고대의, 늙은
  2. 장기간의
  1. of olden time, ancient
  2. long-standing

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 πολυχρόνιος

오래된 (이)가

πολυχρονίᾱ

오래된 (이)가

πολυχρόνιον

오래된 (것)가

속격 πολυχρονίου

오래된 (이)의

πολυχρονίᾱς

오래된 (이)의

πολυχρονίου

오래된 (것)의

여격 πολυχρονίῳ

오래된 (이)에게

πολυχρονίᾱͅ

오래된 (이)에게

πολυχρονίῳ

오래된 (것)에게

대격 πολυχρόνιον

오래된 (이)를

πολυχρονίᾱν

오래된 (이)를

πολυχρόνιον

오래된 (것)를

호격 πολυχρόνιε

오래된 (이)야

πολυχρονίᾱ

오래된 (이)야

πολυχρόνιον

오래된 (것)야

쌍수주/대/호 πολυχρονίω

오래된 (이)들이

πολυχρονίᾱ

오래된 (이)들이

πολυχρονίω

오래된 (것)들이

속/여 πολυχρονίοιν

오래된 (이)들의

πολυχρονίαιν

오래된 (이)들의

πολυχρονίοιν

오래된 (것)들의

복수주격 πολυχρόνιοι

오래된 (이)들이

πολυχρόνιαι

오래된 (이)들이

πολυχρόνια

오래된 (것)들이

속격 πολυχρονίων

오래된 (이)들의

πολυχρονιῶν

오래된 (이)들의

πολυχρονίων

오래된 (것)들의

여격 πολυχρονίοις

오래된 (이)들에게

πολυχρονίαις

오래된 (이)들에게

πολυχρονίοις

오래된 (것)들에게

대격 πολυχρονίους

오래된 (이)들을

πολυχρονίᾱς

오래된 (이)들을

πολυχρόνια

오래된 (것)들을

호격 πολυχρόνιοι

오래된 (이)들아

πολυχρόνιαι

오래된 (이)들아

πολυχρόνια

오래된 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • διὰ τὸ ἀναχαλᾶσθαι ὑπὸ τοῦ ἡλίου, τὰ δ’ ὑπὸ τῶν ἄρκτων πυκνά, διὰ τοῦτο οὖν καὶ πολυχρόνια. (Pseudo-Plutarch, Placita Philosophorum, book 5, 7:1)

    (위 플루타르코스, Placita Philosophorum, book 5, 7:1)

  • μεγαλοπρεποῦσ δὲ καὶ οἶκον κατασκευάσασθαι πρεπόντωσ τῷ πλούτῳ κόσμοσ γάρ τισ καὶ οὗτοσ, καὶ περὶ ταῦτα μᾶλλον δαπανᾶν ὅσα πολυχρόνια τῶν ἔργων κάλλιστα γὰρ ταῦτα, καὶ ἐν ἑκάστοισ τὸ πρέπον· (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 4 57:1)

    (아리스토텔레스, 니코마코스 윤리학, Book 4 57:1)

  • ὅταν μὲν ὁ κηρόσ του ἐν τῇ ψυχῇ βαθύσ τε καὶ πολὺσ καὶ λεῖοσ καὶ μετρίωσ ὠργασμένοσ ᾖ, τὰ ἰόντα διὰ τῶν αἰσθήσεων, ἐνσημαινόμενα εἰσ τοῦτο τὸ τῆσ ψυχῆσ "κέαρ," ὃ ἔφη Ὅμηροσ αἰνιττόμενοσ τὴν τοῦ κηροῦ ὁμοιότητα, τότε μὲν καὶ τούτοισ καθαρὰ τὰ σημεῖα ἐγγιγνόμενα καὶ ἱκανῶσ τοῦ βάθουσ ἔχοντα πολυχρόνιά τε γίγνεται καὶ εἰσὶν οἱ τοιοῦτοι πρῶτον μὲν εὐμαθεῖσ, ἔπειτα μνήμονεσ, εἶτα οὐ παραλλάττουσι τῶν αἰσθήσεων τὰ σημεῖα ἀλλὰ δοξάζουσιν ἀληθῆ. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 317:5)

    (플라톤, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 317:5)

  • ἀναλαμβάνουσι γὰρ αὐτὰ ἐπὶ τὰ ζῷα, καὶ τούτων πετομένων τὰ μὲν τὴν διὰ τοῦ ἀέροσ φορὰν ὑπομένοντα τρέφουσι, τὰ δὲ περιναύτια γινόμενα καὶ θάμβουσ πληρούμενα ῥίπτουσιν, ὡσ οὔτε πολυχρόνια καθεστῶτα οὔτε τοῖσ ἄλλοισ τοῖσ τῆσ ψυχῆσ λήμασιν ἀξιόλογα. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 2, chapter 58 5:2)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, book 2, chapter 58 5:2)

유의어

  1. 오래된

  2. 장기간의

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION