헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πολιορκητικός

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πολιορκητικός πολιορκητική πολιορκητικόν

형태분석: πολιορκητικ (어간) + ος (어미)

  1. of or for besieging

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 πολιορκητικός

(이)가

πολιορκητική

(이)가

πολιορκητικόν

(것)가

속격 πολιορκητικοῦ

(이)의

πολιορκητικῆς

(이)의

πολιορκητικοῦ

(것)의

여격 πολιορκητικῷ

(이)에게

πολιορκητικῇ

(이)에게

πολιορκητικῷ

(것)에게

대격 πολιορκητικόν

(이)를

πολιορκητικήν

(이)를

πολιορκητικόν

(것)를

호격 πολιορκητικέ

(이)야

πολιορκητική

(이)야

πολιορκητικόν

(것)야

쌍수주/대/호 πολιορκητικώ

(이)들이

πολιορκητικᾱ́

(이)들이

πολιορκητικώ

(것)들이

속/여 πολιορκητικοῖν

(이)들의

πολιορκητικαῖν

(이)들의

πολιορκητικοῖν

(것)들의

복수주격 πολιορκητικοί

(이)들이

πολιορκητικαί

(이)들이

πολιορκητικά

(것)들이

속격 πολιορκητικῶν

(이)들의

πολιορκητικῶν

(이)들의

πολιορκητικῶν

(것)들의

여격 πολιορκητικοῖς

(이)들에게

πολιορκητικαῖς

(이)들에게

πολιορκητικοῖς

(것)들에게

대격 πολιορκητικούς

(이)들을

πολιορκητικᾱ́ς

(이)들을

πολιορκητικά

(것)들을

호격 πολιορκητικοί

(이)들아

πολιορκητικαί

(이)들아

πολιορκητικά

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • μηχανάσ τε γὰρ παντοδαπὰσ παρεσκεύασε πολιορκητικὰσ καὶ ὅπλων καὶ βελῶν πλῆθοσ, ἔτι δὲ σίτου δαψίλειαν ἱκανὴν πάσῃ τῇ δυνάμει. (Diodorus Siculus, Library, book xii, chapter 45 9:3)

    (디오도로스 시켈로스, Library, book xii, chapter 45 9:3)

  • κατασκευάσαντοσ δὲ αὐτοῦ μηχανὰσ πολιορκητικὰσ καὶ προσάγοντοσ τῇ πόλει, κεραυνῶν πεσόντων αὗται μὲν ὑπὸ τοῦ θείου πυρὸσ κατεφλέχθησαν, τῶν δὲ μισθοφόρων πολλοὶ παραβοηθοῦντεσ ταῖσ μηχαναῖσ ὑπὸ τοῦ πυρὸσ διεφθάρησαν· (Diodorus Siculus, Library, book xvi, chapter 63 3:1)

    (디오도로스 시켈로스, Library, book xvi, chapter 63 3:1)

  • εἶχον δὲ μακρὰσ ναῦσ ἑκατὸν καὶ πεντήκοντα, στρατιώτασ δὲ πεζοὺσ μὲν πεντακισμυρίουσ, ἁρ́ματα δὲ τριακόσια, συνωρίδασ δὲ ὑπὲρ τὰσ δισχιλίασ, χωρὶσ δὲ τούτων ὅπλα καὶ βέλη παντοδαπὰ καὶ μηχανὰσ πολιορκητικὰσ παμπληθεῖσ καὶ σίτου καὶ τῶν ἄλλων ἐπιτηδείων πλῆθοσ ἀνυπέρβλητον. (Diodorus Siculus, Library, book xvi, chapter 67 3:1)

    (디오도로스 시켈로스, Library, book xvi, chapter 67 3:1)

유의어

  1. of or for besieging

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION