호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기
기본형: πολιορκητέος πολιορκητέα πολιορκητέον
형태분석: πολιορκητε (어간) + ος (어미)
남성 | 여성 | 중성 | ||
---|---|---|---|---|
단수 | 주격 | πολιορκητέος (이)가 | πολιορκητέα (이)가 | πολιορκητέον (것)가 |
속격 | πολιορκητέου (이)의 | πολιορκητέας (이)의 | πολιορκητέου (것)의 | |
여격 | πολιορκητέῳ (이)에게 | πολιορκητέᾳ (이)에게 | πολιορκητέῳ (것)에게 | |
대격 | πολιορκητέον (이)를 | πολιορκητέαν (이)를 | πολιορκητέον (것)를 | |
호격 | πολιορκητέε (이)야 | πολιορκητέα (이)야 | πολιορκητέον (것)야 | |
쌍수 | 주/대/호 | πολιορκητέω (이)들이 | πολιορκητέα (이)들이 | πολιορκητέω (것)들이 |
속/여 | πολιορκητέοιν (이)들의 | πολιορκητέαιν (이)들의 | πολιορκητέοιν (것)들의 | |
복수 | 주격 | πολιορκητέοι (이)들이 | πολιορκητέαι (이)들이 | πολιορκητέα (것)들이 |
속격 | πολιορκητέων (이)들의 | πολιορκητεῶν (이)들의 | πολιορκητέων (것)들의 | |
여격 | πολιορκητέοις (이)들에게 | πολιορκητέαις (이)들에게 | πολιορκητέοις (것)들에게 | |
대격 | πολιορκητέους (이)들을 | πολιορκητέας (이)들을 | πολιορκητέα (것)들을 | |
호격 | πολιορκητέοι (이)들아 | πολιορκητέαι (이)들아 | πολιορκητέα (것)들아 |
원급 | 비교급 | 최상급 | |
---|---|---|---|
형용사 |
πολιορκητέος πολιορκητέου (이)의 |
πολιορκητεότερος πολιορκητεοτέρου 더 (이)의 |
πολιορκητεότατος πολιορκητεοτάτου 가장 (이)의 |
부사 | πολιορκητέως | πολιορκητεότερον | πολιορκητεότατα |
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
(크세노폰, Cyropaedia,
출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기
고전 발음: [] 신약 발음: []