헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πολιορκητέος

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πολιορκητέος πολιορκητέᾱ πολιορκητέον

형태분석: πολιορκητε (어간) + ος (어미)

어원: 분사형

  1. to be besieged

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 πολιορκητέος

(이)가

πολιορκητέᾱ

(이)가

πολιορκητέον

(것)가

속격 πολιορκητέου

(이)의

πολιορκητέᾱς

(이)의

πολιορκητέου

(것)의

여격 πολιορκητέῳ

(이)에게

πολιορκητέᾱͅ

(이)에게

πολιορκητέῳ

(것)에게

대격 πολιορκητέον

(이)를

πολιορκητέᾱν

(이)를

πολιορκητέον

(것)를

호격 πολιορκητέε

(이)야

πολιορκητέᾱ

(이)야

πολιορκητέον

(것)야

쌍수주/대/호 πολιορκητέω

(이)들이

πολιορκητέᾱ

(이)들이

πολιορκητέω

(것)들이

속/여 πολιορκητέοιν

(이)들의

πολιορκητέαιν

(이)들의

πολιορκητέοιν

(것)들의

복수주격 πολιορκητέοι

(이)들이

πολιορκητέαι

(이)들이

πολιορκητέα

(것)들이

속격 πολιορκητέων

(이)들의

πολιορκητεῶν

(이)들의

πολιορκητέων

(것)들의

여격 πολιορκητέοις

(이)들에게

πολιορκητέαις

(이)들에게

πολιορκητέοις

(것)들에게

대격 πολιορκητέους

(이)들을

πολιορκητέᾱς

(이)들을

πολιορκητέα

(것)들을

호격 πολιορκητέοι

(이)들아

πολιορκητέαι

(이)들아

πολιορκητέα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to be besieged

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION