헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ποικίλλω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ποικίλλω

형태분석: ποικίλλ (어간) + ω (인칭어미)

어원: poiki/los

  1. 수놓다, 꾸미다
  2. 꾸미다, 장식하다, 아름답게 꾸미다, 갈고 다듬다, 넓히다
  1. to work in various colours, to broider, work in embroidery, he wrought a xoro/s of cunning workmanship
  2. to embroider
  3. to diversify, vary, to embellish, to speak as in riddles

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ποικίλλω

ποικίλλεις

ποικίλλει

쌍수 ποικίλλετον

ποικίλλετον

복수 ποικίλλομεν

ποικίλλετε

ποικίλλουσιν*

접속법단수 ποικίλλω

ποικίλλῃς

ποικίλλῃ

쌍수 ποικίλλητον

ποικίλλητον

복수 ποικίλλωμεν

ποικίλλητε

ποικίλλωσιν*

기원법단수 ποικίλλοιμι

ποικίλλοις

ποικίλλοι

쌍수 ποικίλλοιτον

ποικιλλοίτην

복수 ποικίλλοιμεν

ποικίλλοιτε

ποικίλλοιεν

명령법단수 ποίκιλλε

ποικιλλέτω

쌍수 ποικίλλετον

ποικιλλέτων

복수 ποικίλλετε

ποικιλλόντων, ποικιλλέτωσαν

부정사 ποικίλλειν

분사 남성여성중성
ποικιλλων

ποικιλλοντος

ποικιλλουσα

ποικιλλουσης

ποικιλλον

ποικιλλοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ποικίλλομαι

ποικίλλει, ποικίλλῃ

ποικίλλεται

쌍수 ποικίλλεσθον

ποικίλλεσθον

복수 ποικιλλόμεθα

ποικίλλεσθε

ποικίλλονται

접속법단수 ποικίλλωμαι

ποικίλλῃ

ποικίλληται

쌍수 ποικίλλησθον

ποικίλλησθον

복수 ποικιλλώμεθα

ποικίλλησθε

ποικίλλωνται

기원법단수 ποικιλλοίμην

ποικίλλοιο

ποικίλλοιτο

쌍수 ποικίλλοισθον

ποικιλλοίσθην

복수 ποικιλλοίμεθα

ποικίλλοισθε

ποικίλλοιντο

명령법단수 ποικίλλου

ποικιλλέσθω

쌍수 ποικίλλεσθον

ποικιλλέσθων

복수 ποικίλλεσθε

ποικιλλέσθων, ποικιλλέσθωσαν

부정사 ποικίλλεσθαι

분사 남성여성중성
ποικιλλομενος

ποικιλλομενου

ποικιλλομενη

ποικιλλομενης

ποικιλλομενον

ποικιλλομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

관련어

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION