ποικίλλω?
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사: poikillō
고전 발음: [뽀이낄로:]
신약 발음: [쀠낄로]
기본형:
ποικίλλω
형태분석:
ποικίλλ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 수놓다, 꾸미다
- 꾸미다, 장식하다, 아름답게 꾸미다, 갈고 다듬다, 넓히다
- to work in various colours, to broider, work in embroidery, he wrought a xoro/s of cunning workmanship
- to embroider
- to diversify, vary, to embellish, to speak as in riddles
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- καὶ γὰρ ἐφόδοις χρῆται καὶ προκατασκευαῖς καὶ μερισμοῖς τεχνικωτέροις καὶ τίθησιν ἐν οἷς δίδωσι χρῆσιν ἕκαστον καὶ μέχρι πολλοῦ προάγει τὰς τῶν ἐπιχειρημάτων ἐξεργασίας σχημάτων τε μεταβολαῖς ἐναγωνίων καὶ παθητικῶν ποικίλλει τοὺς λόγους. (Dionysius of Halicarnassus, chapter 3 1:6)
(디오니시오스, chapter 3 1:6)
- ἐν δὲ χορὸν ποίκιλλε περικλυτὸς Ἀμφιγυήεις, τῷ ἴκελον οἱο῀`ν ποτ ἐνὶ Κνωσσῷ εὐρείῃ Δαίδαλος ἤσκησεν καλλιπλοκάμῳ Ἀριάδνῃ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 10 1:1)
(아테나이오스, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 10 1:1)
- ἐκείνοις μὲν οὖν τοῖς ἀνδράσιν ἀναγκαῖον ἦν ποικίλλειν τοῖς μυθώδεσιν ἐπεισοδίοις τὰς τοπικὰς ἀναγραφάς. (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 7 1:3)
(디오니시오스, , chapter 7 1:3)
- χρὴ δὲ καὶ τὰς πτώσεις τῶν ὀνοματικῶν ταχὺ μεταλαμβάνειν μηκυνόμεναι γὰρ ἔξω τοῦ μετρίου πάνυ προσίστανται ταῖς ἀκοαῖς καὶ τὴν ὁμοιότητα διαλύειν συνεχῶς ὀνομάτων τε τῶν ἑξῆς τιθεμένων πολλῶν καὶ ῥημάτων καὶ τῶν ἄλλων μερῶν τὸν κόρον φυλαττομένους, σχήμασί τε μὴ ἐπὶ τοῖς αὐτοῖς ἀεὶ μένειν ἀλλὰ θαμινὰ μεταβάλλειν καὶ τρόπους μὴ τοὺς αὐτοὺς ἐπεισφέρειν, ἀλλὰ ποικίλλειν, μηδὲ δὴ ἄρχεσθαι πολλάκις ἀπὸ τῶν αὐτῶν μηδὲ λήγειν εἰς τὰ αὐτὰ ὑπερτείνοντας τὸν ἑκατέρου καιρόν. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 125)
(디오니시오스, De Compositione Verborum, chapter 125)
- ἡ δὲ πεζὴ λέξις ἅπασαν ἐλευθερίαν ἔχει ποικίλλειν ταῖς μεταβολαῖς τὴν σύνθεσιν, ὅπως βούλεται. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 1916)
(디오니시오스, De Compositione Verborum, chapter 1916)