Ancient Greek-English Dictionary Language

πλανητός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: πλανητός πλανητή πλανητόν

Structure: πλανητ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: plana/omai

Sense

  1. wandering

Examples

  • κισσοῦ δ’ ἄλλοτε κλῶν’ εὐρυρρίζου καπέτοισιν, πολλάκι δὲ στέφοσ αὐτὸ κορυμβηλοῖο φυτεύσαισ Θρασκίω ἢ ἀργωπὸν ἠὲ κλαδέεσσι πλανήτην βλαστοδρεπῆ δὲ χυτοῖο καεὶσ μίαν ὄρσεο κόρσην, σπεῖραν ὑπὸ σπυρίδεσσι νεοπλέκτοιοι καθάπτων, ὄφρα δύο κροκόωντεσ ἐπιζυγέοντε κορύμβοι μέσφα συνωρίζωσιν ὑπερφιάλοιο μετώπου, χλωροῖσ ἀμφοτέρωθεν ἐπηρεφέεσ πετάλοισιν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 31 2:1)
  • τίσ τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ’ ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖσ δέξεται δωρήμασιν; (Sophocles, Oedipus at Colonus, episode 1:2)

Synonyms

  1. wandering

Related

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION