Ancient Greek-English Dictionary Language

πλανητός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: πλανητός πλανητή πλανητόν

Structure: πλανητ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: plana/omai

Sense

  1. wandering

Examples

  • ἀπώσεται αὐτοὺσ ὁ Θεόσ, ὅτι οὐκ εἰσήκουσαν αὐτοῦ, καὶ ἔσονται πλανῆται ἐν τοῖσ ἔθνεσιν. (Septuagint, Prophetia Osee 9:17)
  • οἱ δ’ ἐπὶ πάντασ τοὺσ τόπουσ πλανῆται χαλεποὶ πρὸσ τοὺσ δρόμουσ· (Xenophon, Minor Works, , chapter 5 21:3)
  • κύματα ἄγρια θαλάσσησ ἐπαφρίζοντα τὰσ ἑαυτῶν αἰσχύνασ, ἀστέρεσ πλανῆται οἷσ ὁ ζόφοσ τοῦ σκότουσ εἰσ αἰῶνα τετήρηται. (IOUDA, chapter 1 15:1)

Synonyms

  1. wandering

Related

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION