περισπάω
α-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
περισπάω
περισπάσω
περιέσπασα
περιέσπακα
περιέσπαμαι
περιεσπάσθην
Structure:
περι
(Prefix)
+
σπά
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- I draw off from around, strip off
- (middle) I strip myself of
- I strip bare
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- περιέσπασε δὲ καὶ μελισσῶν οὐκ ὀλίγασ· (Lucian, Judicium vocalium, (no name) 8:4)
- ὡσ οὖν τό γε ἡμέτερον εἰσαῦθίσ ποτε ἀναίτιον ᾖ μηδὲ ἔχῃσ λέγειν ὡσ ὁρῶντέσ σε τηλικοῦτο μετὰ τῆσ καρίδοσ ἄγκιστρον καταπίνοντα οὐκ ἐπελαβόμεθα οὐδὲ πρὶν ἐμπεσεῖν τῷ λαιμῷ περιεσπάσαμεν οὐδὲ προεδηλώσαμεν, ἀλλὰ περιμείναντεσ ἐξ ἑλκομένου ^ καὶ ἐμπεπηγότοσ ἤδη συρόμενον καὶ πρὸσ ἀνάγκην ἀγόμενον ὁρᾶν ὅτ’ οὐδὲν ὄφελοσ ἑστῶτεσ ἐπεδακρύομεν· (Lucian, De mercede, (no name) 3:3)
- γιγνομένησ δὲ τῆσ ἐφόδου παρῆν ὁ Αἰμίλιοσ, καὶ κατελάμβανεν ἤδη τοὺσ ἐν τοῖσ ἀγήμασι Μακεδόνασ ἄκρασ τάσ σαρίσασ προσερηρεικότασ τοῖσ θυρεοῖσ τῶν Ῥωμαίων καὶ μὴ προσιεμένουσ εἰσ ἐφικτὸν αὐτῶν τάσ μαχαίρασ, ἐπεὶ δὲ καὶ τῶν ἄλλων Μακεδόνων τάσ τε πέλτασ ἐξ ὤμου περισπασάντων καὶ ταῖσ σαρίσαισ ἀφ’ ἑνὸσ συνθήματοσ κλιθείσαισ ὑποστάντων τοὺσ θυρεοφόρουσ εἶδε τήν τε ῥώμην τοῦ συνασπισμοῦ καὶ τήν τραχύτητα τῆσ προβολῆσ, ἔκπληξισ αὐτὸν ἔσχε καὶ δέοσ, ὡσ οὐδὲν ἰδόντα πώποτε θέαμα φοβερώτερον· (Plutarch, Aemilius Paulus, chapter 19 1:1)
- Ἀσίασ καὶ πολλαχοῦ πρὸσ ἀπόστασιν ὑπεικούσησ, ἁρμοσάμενοσ τὰσ αὐτόθι πόλεισ, καὶ ταῖσ πολιτείαισ δίχα φόνου καὶ φυγῆσ ἀνθρώπων ἀποδοὺσ τὸν προσήκοντα κόσμον, ἐγνώκει πρόσω χωρεῖν, καὶ τὸν πόλεμον διάρασ ἀπὸ τῆσ Ἑλληνικῆσ θαλάττησ, περὶ τὸν σώματοσ βασιλεῖ καὶ τῆσ ἐν Ἐκβατάνοισ καὶ Σούσοισ εὐδαιμονίασ διαμάχεσθαι, καὶ περισπάσαι πρῶτον αὐτοῦ τὴν σχολήν, ὡσ μὴ καθέζοιτο τοὺσ πολέμουσ βραβεύων τοῖσ Ἕλλησι καὶ διαφθείρων τοὺσ δημαγωγούσ, ἐν τούτῳ δὲ ἀφικνεῖται πρὸσ αὐτὸν Ἐπικυδίδασ ὁ Σπαρτιάτησ, ἀπαγγέλλων ὅτι πολὺσ περιέστηκε τὴν Σπάρτην πόλεμοσ Ἑλληνικόσ, καὶ καλοῦσιν ἐκεῖνον οἱ ἔφοροι καὶ κελεύουσι τοῖσ οἴκοι βοηθεῖν. (Plutarch, Agesilaus, chapter 15 1:3)
- αὐτὸσ δὲ παρελθὼν εἰσ τὴν σκηνὴν καὶ κατακλιθείσ νύκτα πασῶν ἐκείνην ἀνιαροτάτην διήγαγεν ἐν ἀπόροισ λογισμοῖσ, ὡσ κακῶσ ἐστρατηγηκώσ, ὅτι καί χώρασ ἐπικειμένησ βαθείασ καὶ πόλεων εὐδαιμόνων τῶν Μακεδονικῶν καί Θετταλικῶν, ἐάσασ ἐκεῖ περισπάσαι τὸν πόλεμον ἐνταῦθα καθέζοιτο πρὸσ θαλάττῃ, ναυκρατούντων τῶν πολεμίων, πολιορκούμενοσ τοῖσ ἀναγκαίοισ μᾶλλον ἢ τοῖσ ὅπλοισ πολιορκῶν. (Plutarch, Caesar, chapter 39 6:1)
Synonyms
-
I strip myself of
-
I strip bare
- ἀποψιλόω (to strip bare of)
- ἀποψιλόω (to strip bare)
- ψιλόω (to strip bare of, to strip of)
- ἀπογυμνόω (to strip quite bare, to be so stripped, to strip oneself)
- ἀναδέρω (to strip the skin off, to lay bare)
- συλάω (to strip, to strip bare, pillage)
- τρυγάω (to strip)
- περισυλάομαι (to be stripped of)
- καταδρέπω (to strip off from)
- σκυλεύω (to strip, off)
- ἀποδύω (to strip off)
- ἀπεκδύνω (to strip off from)
- ἀποξέω (to strip off)
- ἀποξύω (to strip off)
- ἀποδέρω (to strip off)
- ἀποδύω (to strip off)
- ἀποδύω (to strip, to be stripped)
- ψιλόω (to be stripped off)
- ἐρημόω (to strip bare, to desolate, lay waste)
- ψιλόω (to strip bare, to become bald, to be laid bare)
Derived
- ἀνασπάω (to draw up, pull up, he drew his)
- ἀποσπάω (to tear or drag away from, to tear, from)
- διασπάω (to tear asunder, part forcibly, to tear down)
- ἐκσπάω (to draw out, having drawn, their)
- ἐξανασπάω (to tear away from, to tear up from)
- ἐπισπάω (to draw or drag after, by, having dragged)
- κατασπάω (to draw or pull down, to haul, down to the sea)
- μετασπάω (to draw over from one side to another)
- παρασπάω (to draw forcibly aside, wrest aside, to detach)
- σπάω (to draw, to be drawn, having their)
- συνανασπάω (to draw up together)
- συνεπισπάω (to draw on together, to draw on along with one)
- συσπάω (to draw together, draw up, contract)
- ὑποσπάω (to draw away from under, to withdraw secretly, withdrew)