헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

περισπάω

α 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: περισπάω περισπάσω περιέσπασα περιέσπακα περιέσπαμαι περιεσπάσθην

형태분석: περι (접두사) + σπά (어간) + ω (인칭어미)

  1. 옷을 벗다
  1. I draw off from around, strip off
  2. (middle) I strip myself of
  3. I strip bare

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περίσπω

(나는) 옷을 벗는다

περίσπᾳς

(너는) 옷을 벗는다

περίσπᾳ

(그는) 옷을 벗는다

쌍수 περίσπᾱτον

(너희 둘은) 옷을 벗는다

περίσπᾱτον

(그 둘은) 옷을 벗는다

복수 περίσπωμεν

(우리는) 옷을 벗는다

περίσπᾱτε

(너희는) 옷을 벗는다

περίσπωσιν*

(그들은) 옷을 벗는다

접속법단수 περίσπω

(나는) 옷을 벗자

περίσπῃς

(너는) 옷을 벗자

περίσπῃ

(그는) 옷을 벗자

쌍수 περίσπητον

(너희 둘은) 옷을 벗자

περίσπητον

(그 둘은) 옷을 벗자

복수 περίσπωμεν

(우리는) 옷을 벗자

περίσπητε

(너희는) 옷을 벗자

περίσπωσιν*

(그들은) 옷을 벗자

기원법단수 περίσπῳμι

(나는) 옷을 벗기를 (바라다)

περίσπῳς

(너는) 옷을 벗기를 (바라다)

περίσπῳ

(그는) 옷을 벗기를 (바라다)

쌍수 περίσπῳτον

(너희 둘은) 옷을 벗기를 (바라다)

περισπῷτην

(그 둘은) 옷을 벗기를 (바라다)

복수 περίσπῳμεν

(우리는) 옷을 벗기를 (바라다)

περίσπῳτε

(너희는) 옷을 벗기를 (바라다)

περίσπῳεν

(그들은) 옷을 벗기를 (바라다)

명령법단수 περίσπᾱ

(너는) 옷을 벗어라

περισπᾶτω

(그는) 옷을 벗어라

쌍수 περίσπᾱτον

(너희 둘은) 옷을 벗어라

περισπᾶτων

(그 둘은) 옷을 벗어라

복수 περίσπᾱτε

(너희는) 옷을 벗어라

περισπῶντων, περισπᾶτωσαν

(그들은) 옷을 벗어라

부정사 περίσπᾱν

옷을 벗는 것

분사 남성여성중성
περισπων

περισπωντος

περισπωσα

περισπωσης

περισπων

περισπωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περίσπωμαι

(나는) 옷을 벗긴다

περίσπᾳ

(너는) 옷을 벗긴다

περίσπᾱται

(그는) 옷을 벗긴다

쌍수 περίσπᾱσθον

(너희 둘은) 옷을 벗긴다

περίσπᾱσθον

(그 둘은) 옷을 벗긴다

복수 περισπῶμεθα

(우리는) 옷을 벗긴다

περίσπᾱσθε

(너희는) 옷을 벗긴다

περίσπωνται

(그들은) 옷을 벗긴다

접속법단수 περίσπωμαι

(나는) 옷을 벗기자

περίσπῃ

(너는) 옷을 벗기자

περίσπηται

(그는) 옷을 벗기자

쌍수 περίσπησθον

(너희 둘은) 옷을 벗기자

περίσπησθον

(그 둘은) 옷을 벗기자

복수 περισπώμεθα

(우리는) 옷을 벗기자

περίσπησθε

(너희는) 옷을 벗기자

περίσπωνται

(그들은) 옷을 벗기자

기원법단수 περισπῷμην

(나는) 옷을 벗기기를 (바라다)

περίσπῳο

(너는) 옷을 벗기기를 (바라다)

περίσπῳτο

(그는) 옷을 벗기기를 (바라다)

쌍수 περίσπῳσθον

(너희 둘은) 옷을 벗기기를 (바라다)

περισπῷσθην

(그 둘은) 옷을 벗기기를 (바라다)

복수 περισπῷμεθα

(우리는) 옷을 벗기기를 (바라다)

περίσπῳσθε

(너희는) 옷을 벗기기를 (바라다)

περίσπῳντο

(그들은) 옷을 벗기기를 (바라다)

명령법단수 περίσπω

(너는) 옷을 벗겨라

περισπᾶσθω

(그는) 옷을 벗겨라

쌍수 περίσπᾱσθον

(너희 둘은) 옷을 벗겨라

περισπᾶσθων

(그 둘은) 옷을 벗겨라

복수 περίσπᾱσθε

(너희는) 옷을 벗겨라

περισπᾶσθων, περισπᾶσθωσαν

(그들은) 옷을 벗겨라

부정사 περίσπᾱσθαι

옷을 벗기는 것

분사 남성여성중성
περισπωμενος

περισπωμενου

περισπωμενη

περισπωμενης

περισπωμενον

περισπωμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περισπάσω

(나는) 옷을 벗겠다

περισπάσεις

(너는) 옷을 벗겠다

περισπάσει

(그는) 옷을 벗겠다

쌍수 περισπάσετον

(너희 둘은) 옷을 벗겠다

περισπάσετον

(그 둘은) 옷을 벗겠다

복수 περισπάσομεν

(우리는) 옷을 벗겠다

περισπάσετε

(너희는) 옷을 벗겠다

περισπάσουσιν*

(그들은) 옷을 벗겠다

기원법단수 περισπάσοιμι

(나는) 옷을 벗겠기를 (바라다)

περισπάσοις

(너는) 옷을 벗겠기를 (바라다)

περισπάσοι

(그는) 옷을 벗겠기를 (바라다)

쌍수 περισπάσοιτον

(너희 둘은) 옷을 벗겠기를 (바라다)

περισπασοίτην

(그 둘은) 옷을 벗겠기를 (바라다)

복수 περισπάσοιμεν

(우리는) 옷을 벗겠기를 (바라다)

περισπάσοιτε

(너희는) 옷을 벗겠기를 (바라다)

περισπάσοιεν

(그들은) 옷을 벗겠기를 (바라다)

부정사 περισπάσειν

옷을 벗을 것

분사 남성여성중성
περισπασων

περισπασοντος

περισπασουσα

περισπασουσης

περισπασον

περισπασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περισπάσομαι

(나는) 옷을 벗기겠다

περισπάσει, περισπάσῃ

(너는) 옷을 벗기겠다

περισπάσεται

(그는) 옷을 벗기겠다

쌍수 περισπάσεσθον

(너희 둘은) 옷을 벗기겠다

περισπάσεσθον

(그 둘은) 옷을 벗기겠다

복수 περισπασόμεθα

(우리는) 옷을 벗기겠다

περισπάσεσθε

(너희는) 옷을 벗기겠다

περισπάσονται

(그들은) 옷을 벗기겠다

기원법단수 περισπασοίμην

(나는) 옷을 벗기겠기를 (바라다)

περισπάσοιο

(너는) 옷을 벗기겠기를 (바라다)

περισπάσοιτο

(그는) 옷을 벗기겠기를 (바라다)

쌍수 περισπάσοισθον

(너희 둘은) 옷을 벗기겠기를 (바라다)

περισπασοίσθην

(그 둘은) 옷을 벗기겠기를 (바라다)

복수 περισπασοίμεθα

(우리는) 옷을 벗기겠기를 (바라다)

περισπάσοισθε

(너희는) 옷을 벗기겠기를 (바라다)

περισπάσοιντο

(그들은) 옷을 벗기겠기를 (바라다)

부정사 περισπάσεσθαι

옷을 벗길 것

분사 남성여성중성
περισπασομενος

περισπασομενου

περισπασομενη

περισπασομενης

περισπασομενον

περισπασομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιε͂σπων

(나는) 옷을 벗고 있었다

περιε͂σπᾱς

(너는) 옷을 벗고 있었다

περιε͂σπᾱν*

(그는) 옷을 벗고 있었다

쌍수 περιέσπᾱτον

(너희 둘은) 옷을 벗고 있었다

περιεσπᾶτην

(그 둘은) 옷을 벗고 있었다

복수 περιέσπωμεν

(우리는) 옷을 벗고 있었다

περιέσπᾱτε

(너희는) 옷을 벗고 있었다

περιε͂σπων

(그들은) 옷을 벗고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιεσπῶμην

(나는) 옷을 벗기고 있었다

περιέσπω

(너는) 옷을 벗기고 있었다

περιέσπᾱτο

(그는) 옷을 벗기고 있었다

쌍수 περιέσπᾱσθον

(너희 둘은) 옷을 벗기고 있었다

περιεσπᾶσθην

(그 둘은) 옷을 벗기고 있었다

복수 περιεσπῶμεθα

(우리는) 옷을 벗기고 있었다

περιέσπᾱσθε

(너희는) 옷을 벗기고 있었다

περιέσπωντο

(그들은) 옷을 벗기고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιέσπασα

(나는) 옷을 벗었다

περιέσπασας

(너는) 옷을 벗었다

περιέσπασεν*

(그는) 옷을 벗었다

쌍수 περιεσπάσατον

(너희 둘은) 옷을 벗었다

περιεσπασάτην

(그 둘은) 옷을 벗었다

복수 περιεσπάσαμεν

(우리는) 옷을 벗었다

περιεσπάσατε

(너희는) 옷을 벗었다

περιέσπασαν

(그들은) 옷을 벗었다

접속법단수 περισπάσω

(나는) 옷을 벗었자

περισπάσῃς

(너는) 옷을 벗었자

περισπάσῃ

(그는) 옷을 벗었자

쌍수 περισπάσητον

(너희 둘은) 옷을 벗었자

περισπάσητον

(그 둘은) 옷을 벗었자

복수 περισπάσωμεν

(우리는) 옷을 벗었자

περισπάσητε

(너희는) 옷을 벗었자

περισπάσωσιν*

(그들은) 옷을 벗었자

기원법단수 περισπάσαιμι

(나는) 옷을 벗었기를 (바라다)

περισπάσαις

(너는) 옷을 벗었기를 (바라다)

περισπάσαι

(그는) 옷을 벗었기를 (바라다)

쌍수 περισπάσαιτον

(너희 둘은) 옷을 벗었기를 (바라다)

περισπασαίτην

(그 둘은) 옷을 벗었기를 (바라다)

복수 περισπάσαιμεν

(우리는) 옷을 벗었기를 (바라다)

περισπάσαιτε

(너희는) 옷을 벗었기를 (바라다)

περισπάσαιεν

(그들은) 옷을 벗었기를 (바라다)

명령법단수 περισπάσον

(너는) 옷을 벗었어라

περισπασάτω

(그는) 옷을 벗었어라

쌍수 περισπάσατον

(너희 둘은) 옷을 벗었어라

περισπασάτων

(그 둘은) 옷을 벗었어라

복수 περισπάσατε

(너희는) 옷을 벗었어라

περισπασάντων

(그들은) 옷을 벗었어라

부정사 περισπάσαι

옷을 벗었는 것

분사 남성여성중성
περισπασᾱς

περισπασαντος

περισπασᾱσα

περισπασᾱσης

περισπασαν

περισπασαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιεσπασάμην

(나는) 옷을 벗겼다

περιεσπάσω

(너는) 옷을 벗겼다

περιεσπάσατο

(그는) 옷을 벗겼다

쌍수 περιεσπάσασθον

(너희 둘은) 옷을 벗겼다

περιεσπασάσθην

(그 둘은) 옷을 벗겼다

복수 περιεσπασάμεθα

(우리는) 옷을 벗겼다

περιεσπάσασθε

(너희는) 옷을 벗겼다

περιεσπάσαντο

(그들은) 옷을 벗겼다

접속법단수 περισπάσωμαι

(나는) 옷을 벗겼자

περισπάσῃ

(너는) 옷을 벗겼자

περισπάσηται

(그는) 옷을 벗겼자

쌍수 περισπάσησθον

(너희 둘은) 옷을 벗겼자

περισπάσησθον

(그 둘은) 옷을 벗겼자

복수 περισπασώμεθα

(우리는) 옷을 벗겼자

περισπάσησθε

(너희는) 옷을 벗겼자

περισπάσωνται

(그들은) 옷을 벗겼자

기원법단수 περισπασαίμην

(나는) 옷을 벗겼기를 (바라다)

περισπάσαιο

(너는) 옷을 벗겼기를 (바라다)

περισπάσαιτο

(그는) 옷을 벗겼기를 (바라다)

쌍수 περισπάσαισθον

(너희 둘은) 옷을 벗겼기를 (바라다)

περισπασαίσθην

(그 둘은) 옷을 벗겼기를 (바라다)

복수 περισπασαίμεθα

(우리는) 옷을 벗겼기를 (바라다)

περισπάσαισθε

(너희는) 옷을 벗겼기를 (바라다)

περισπάσαιντο

(그들은) 옷을 벗겼기를 (바라다)

명령법단수 περισπάσαι

(너는) 옷을 벗겼어라

περισπασάσθω

(그는) 옷을 벗겼어라

쌍수 περισπάσασθον

(너희 둘은) 옷을 벗겼어라

περισπασάσθων

(그 둘은) 옷을 벗겼어라

복수 περισπάσασθε

(너희는) 옷을 벗겼어라

περισπασάσθων

(그들은) 옷을 벗겼어라

부정사 περισπάσεσθαι

옷을 벗겼는 것

분사 남성여성중성
περισπασαμενος

περισπασαμενου

περισπασαμενη

περισπασαμενης

περισπασαμενον

περισπασαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • περιέσπασε δὲ καὶ μελισσῶν οὐκ ὀλίγασ· (Lucian, Judicium vocalium, (no name) 8:4)

    (루키아노스, Judicium vocalium, (no name) 8:4)

  • ὡσ οὖν τό γε ἡμέτερον εἰσαῦθίσ ποτε ἀναίτιον ᾖ μηδὲ ἔχῃσ λέγειν ὡσ ὁρῶντέσ σε τηλικοῦτο μετὰ τῆσ καρίδοσ ἄγκιστρον καταπίνοντα οὐκ ἐπελαβόμεθα οὐδὲ πρὶν ἐμπεσεῖν τῷ λαιμῷ περιεσπάσαμεν οὐδὲ προεδηλώσαμεν, ἀλλὰ περιμείναντεσ ἐξ ἑλκομένου ^ καὶ ἐμπεπηγότοσ ἤδη συρόμενον καὶ πρὸσ ἀνάγκην ἀγόμενον ὁρᾶν ὅτ’ οὐδὲν ὄφελοσ ἑστῶτεσ ἐπεδακρύομεν· (Lucian, De mercede, (no name) 3:3)

    (루키아노스, De mercede, (no name) 3:3)

  • γιγνομένησ δὲ τῆσ ἐφόδου παρῆν ὁ Αἰμίλιοσ, καὶ κατελάμβανεν ἤδη τοὺσ ἐν τοῖσ ἀγήμασι Μακεδόνασ ἄκρασ τάσ σαρίσασ προσερηρεικότασ τοῖσ θυρεοῖσ τῶν Ῥωμαίων καὶ μὴ προσιεμένουσ εἰσ ἐφικτὸν αὐτῶν τάσ μαχαίρασ, ἐπεὶ δὲ καὶ τῶν ἄλλων Μακεδόνων τάσ τε πέλτασ ἐξ ὤμου περισπασάντων καὶ ταῖσ σαρίσαισ ἀφ’ ἑνὸσ συνθήματοσ κλιθείσαισ ὑποστάντων τοὺσ θυρεοφόρουσ εἶδε τήν τε ῥώμην τοῦ συνασπισμοῦ καὶ τήν τραχύτητα τῆσ προβολῆσ, ἔκπληξισ αὐτὸν ἔσχε καὶ δέοσ, ὡσ οὐδὲν ἰδόντα πώποτε θέαμα φοβερώτερον· (Plutarch, Aemilius Paulus, chapter 19 1:1)

    (플루타르코스, Aemilius Paulus, chapter 19 1:1)

  • Ἀσίασ καὶ πολλαχοῦ πρὸσ ἀπόστασιν ὑπεικούσησ, ἁρμοσάμενοσ τὰσ αὐτόθι πόλεισ, καὶ ταῖσ πολιτείαισ δίχα φόνου καὶ φυγῆσ ἀνθρώπων ἀποδοὺσ τὸν προσήκοντα κόσμον, ἐγνώκει πρόσω χωρεῖν, καὶ τὸν πόλεμον διάρασ ἀπὸ τῆσ Ἑλληνικῆσ θαλάττησ, περὶ τὸν σώματοσ βασιλεῖ καὶ τῆσ ἐν Ἐκβατάνοισ καὶ Σούσοισ εὐδαιμονίασ διαμάχεσθαι, καὶ περισπάσαι πρῶτον αὐτοῦ τὴν σχολήν, ὡσ μὴ καθέζοιτο τοὺσ πολέμουσ βραβεύων τοῖσ Ἕλλησι καὶ διαφθείρων τοὺσ δημαγωγούσ, ἐν τούτῳ δὲ ἀφικνεῖται πρὸσ αὐτὸν Ἐπικυδίδασ ὁ Σπαρτιάτησ, ἀπαγγέλλων ὅτι πολὺσ περιέστηκε τὴν Σπάρτην πόλεμοσ Ἑλληνικόσ, καὶ καλοῦσιν ἐκεῖνον οἱ ἔφοροι καὶ κελεύουσι τοῖσ οἴκοι βοηθεῖν. (Plutarch, Agesilaus, chapter 15 1:3)

    (플루타르코스, Agesilaus, chapter 15 1:3)

  • αὐτὸσ δὲ παρελθὼν εἰσ τὴν σκηνὴν καὶ κατακλιθείσ νύκτα πασῶν ἐκείνην ἀνιαροτάτην διήγαγεν ἐν ἀπόροισ λογισμοῖσ, ὡσ κακῶσ ἐστρατηγηκώσ, ὅτι καί χώρασ ἐπικειμένησ βαθείασ καὶ πόλεων εὐδαιμόνων τῶν Μακεδονικῶν καί Θετταλικῶν, ἐάσασ ἐκεῖ περισπάσαι τὸν πόλεμον ἐνταῦθα καθέζοιτο πρὸσ θαλάττῃ, ναυκρατούντων τῶν πολεμίων, πολιορκούμενοσ τοῖσ ἀναγκαίοισ μᾶλλον ἢ τοῖσ ὅπλοισ πολιορκῶν. (Plutarch, Caesar, chapter 39 6:1)

    (플루타르코스, Caesar, chapter 39 6:1)

유의어

  1. I strip myself of

  2. I strip bare

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION