헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παρασπάω

α 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παρασπάω παρασπάσω

형태분석: παρα (접두사) + σπά (어간) + ω (인칭어미)

  1. 늘어뜨리다, 떼다, 채어가다, 분리하다, 제거하다
  1. to draw forcibly aside, wrest aside, to detach, from

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παράσπω

(나는) 늘어뜨린다

παράσπᾳς

(너는) 늘어뜨린다

παράσπᾳ

(그는) 늘어뜨린다

쌍수 παράσπᾱτον

(너희 둘은) 늘어뜨린다

παράσπᾱτον

(그 둘은) 늘어뜨린다

복수 παράσπωμεν

(우리는) 늘어뜨린다

παράσπᾱτε

(너희는) 늘어뜨린다

παράσπωσιν*

(그들은) 늘어뜨린다

접속법단수 παράσπω

(나는) 늘어뜨리자

παράσπῃς

(너는) 늘어뜨리자

παράσπῃ

(그는) 늘어뜨리자

쌍수 παράσπητον

(너희 둘은) 늘어뜨리자

παράσπητον

(그 둘은) 늘어뜨리자

복수 παράσπωμεν

(우리는) 늘어뜨리자

παράσπητε

(너희는) 늘어뜨리자

παράσπωσιν*

(그들은) 늘어뜨리자

기원법단수 παράσπῳμι

(나는) 늘어뜨리기를 (바라다)

παράσπῳς

(너는) 늘어뜨리기를 (바라다)

παράσπῳ

(그는) 늘어뜨리기를 (바라다)

쌍수 παράσπῳτον

(너희 둘은) 늘어뜨리기를 (바라다)

παρασπῷτην

(그 둘은) 늘어뜨리기를 (바라다)

복수 παράσπῳμεν

(우리는) 늘어뜨리기를 (바라다)

παράσπῳτε

(너희는) 늘어뜨리기를 (바라다)

παράσπῳεν

(그들은) 늘어뜨리기를 (바라다)

명령법단수 παράσπᾱ

(너는) 늘어뜨려라

παρασπᾶτω

(그는) 늘어뜨려라

쌍수 παράσπᾱτον

(너희 둘은) 늘어뜨려라

παρασπᾶτων

(그 둘은) 늘어뜨려라

복수 παράσπᾱτε

(너희는) 늘어뜨려라

παρασπῶντων, παρασπᾶτωσαν

(그들은) 늘어뜨려라

부정사 παράσπᾱν

늘어뜨리는 것

분사 남성여성중성
παρασπων

παρασπωντος

παρασπωσα

παρασπωσης

παρασπων

παρασπωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παράσπωμαι

(나는) 늘어뜨려진다

παράσπᾳ

(너는) 늘어뜨려진다

παράσπᾱται

(그는) 늘어뜨려진다

쌍수 παράσπᾱσθον

(너희 둘은) 늘어뜨려진다

παράσπᾱσθον

(그 둘은) 늘어뜨려진다

복수 παρασπῶμεθα

(우리는) 늘어뜨려진다

παράσπᾱσθε

(너희는) 늘어뜨려진다

παράσπωνται

(그들은) 늘어뜨려진다

접속법단수 παράσπωμαι

(나는) 늘어뜨려지자

παράσπῃ

(너는) 늘어뜨려지자

παράσπηται

(그는) 늘어뜨려지자

쌍수 παράσπησθον

(너희 둘은) 늘어뜨려지자

παράσπησθον

(그 둘은) 늘어뜨려지자

복수 παρασπώμεθα

(우리는) 늘어뜨려지자

παράσπησθε

(너희는) 늘어뜨려지자

παράσπωνται

(그들은) 늘어뜨려지자

기원법단수 παρασπῷμην

(나는) 늘어뜨려지기를 (바라다)

παράσπῳο

(너는) 늘어뜨려지기를 (바라다)

παράσπῳτο

(그는) 늘어뜨려지기를 (바라다)

쌍수 παράσπῳσθον

(너희 둘은) 늘어뜨려지기를 (바라다)

παρασπῷσθην

(그 둘은) 늘어뜨려지기를 (바라다)

복수 παρασπῷμεθα

(우리는) 늘어뜨려지기를 (바라다)

παράσπῳσθε

(너희는) 늘어뜨려지기를 (바라다)

παράσπῳντο

(그들은) 늘어뜨려지기를 (바라다)

명령법단수 παράσπω

(너는) 늘어뜨려져라

παρασπᾶσθω

(그는) 늘어뜨려져라

쌍수 παράσπᾱσθον

(너희 둘은) 늘어뜨려져라

παρασπᾶσθων

(그 둘은) 늘어뜨려져라

복수 παράσπᾱσθε

(너희는) 늘어뜨려져라

παρασπᾶσθων, παρασπᾶσθωσαν

(그들은) 늘어뜨려져라

부정사 παράσπᾱσθαι

늘어뜨려지는 것

분사 남성여성중성
παρασπωμενος

παρασπωμενου

παρασπωμενη

παρασπωμενης

παρασπωμενον

παρασπωμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρασπάσω

(나는) 늘어뜨리겠다

παρασπάσεις

(너는) 늘어뜨리겠다

παρασπάσει

(그는) 늘어뜨리겠다

쌍수 παρασπάσετον

(너희 둘은) 늘어뜨리겠다

παρασπάσετον

(그 둘은) 늘어뜨리겠다

복수 παρασπάσομεν

(우리는) 늘어뜨리겠다

παρασπάσετε

(너희는) 늘어뜨리겠다

παρασπάσουσιν*

(그들은) 늘어뜨리겠다

기원법단수 παρασπάσοιμι

(나는) 늘어뜨리겠기를 (바라다)

παρασπάσοις

(너는) 늘어뜨리겠기를 (바라다)

παρασπάσοι

(그는) 늘어뜨리겠기를 (바라다)

쌍수 παρασπάσοιτον

(너희 둘은) 늘어뜨리겠기를 (바라다)

παρασπασοίτην

(그 둘은) 늘어뜨리겠기를 (바라다)

복수 παρασπάσοιμεν

(우리는) 늘어뜨리겠기를 (바라다)

παρασπάσοιτε

(너희는) 늘어뜨리겠기를 (바라다)

παρασπάσοιεν

(그들은) 늘어뜨리겠기를 (바라다)

부정사 παρασπάσειν

늘어뜨릴 것

분사 남성여성중성
παρασπασων

παρασπασοντος

παρασπασουσα

παρασπασουσης

παρασπασον

παρασπασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρασπάσομαι

(나는) 늘어뜨려지겠다

παρασπάσει, παρασπάσῃ

(너는) 늘어뜨려지겠다

παρασπάσεται

(그는) 늘어뜨려지겠다

쌍수 παρασπάσεσθον

(너희 둘은) 늘어뜨려지겠다

παρασπάσεσθον

(그 둘은) 늘어뜨려지겠다

복수 παρασπασόμεθα

(우리는) 늘어뜨려지겠다

παρασπάσεσθε

(너희는) 늘어뜨려지겠다

παρασπάσονται

(그들은) 늘어뜨려지겠다

기원법단수 παρασπασοίμην

(나는) 늘어뜨려지겠기를 (바라다)

παρασπάσοιο

(너는) 늘어뜨려지겠기를 (바라다)

παρασπάσοιτο

(그는) 늘어뜨려지겠기를 (바라다)

쌍수 παρασπάσοισθον

(너희 둘은) 늘어뜨려지겠기를 (바라다)

παρασπασοίσθην

(그 둘은) 늘어뜨려지겠기를 (바라다)

복수 παρασπασοίμεθα

(우리는) 늘어뜨려지겠기를 (바라다)

παρασπάσοισθε

(너희는) 늘어뜨려지겠기를 (바라다)

παρασπάσοιντο

(그들은) 늘어뜨려지겠기를 (바라다)

부정사 παρασπάσεσθαι

늘어뜨려질 것

분사 남성여성중성
παρασπασομενος

παρασπασομενου

παρασπασομενη

παρασπασομενης

παρασπασομενον

παρασπασομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρε͂σπων

(나는) 늘어뜨리고 있었다

παρε͂σπᾱς

(너는) 늘어뜨리고 있었다

παρε͂σπᾱν*

(그는) 늘어뜨리고 있었다

쌍수 παρέσπᾱτον

(너희 둘은) 늘어뜨리고 있었다

παρεσπᾶτην

(그 둘은) 늘어뜨리고 있었다

복수 παρέσπωμεν

(우리는) 늘어뜨리고 있었다

παρέσπᾱτε

(너희는) 늘어뜨리고 있었다

παρε͂σπων

(그들은) 늘어뜨리고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρεσπῶμην

(나는) 늘어뜨려지고 있었다

παρέσπω

(너는) 늘어뜨려지고 있었다

παρέσπᾱτο

(그는) 늘어뜨려지고 있었다

쌍수 παρέσπᾱσθον

(너희 둘은) 늘어뜨려지고 있었다

παρεσπᾶσθην

(그 둘은) 늘어뜨려지고 있었다

복수 παρεσπῶμεθα

(우리는) 늘어뜨려지고 있었다

παρέσπᾱσθε

(너희는) 늘어뜨려지고 있었다

παρέσπωντο

(그들은) 늘어뜨려지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION