헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατασπάω

α 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατασπάω κατασπάσω

형태분석: κατα (접두사) + σπά (어간) + ω (인칭어미)

  1. 끌다, 이끌다, 당기다, 부수다, 넘쳐 흐르다, 넘치다
  1. to draw or pull down, to haul, down to the sea, to pull, down
  2. to quaff or swallow down

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατάσπω

(나는) 끈다

κατάσπᾳς

(너는) 끈다

κατάσπᾳ

(그는) 끈다

쌍수 κατάσπᾱτον

(너희 둘은) 끈다

κατάσπᾱτον

(그 둘은) 끈다

복수 κατάσπωμεν

(우리는) 끈다

κατάσπᾱτε

(너희는) 끈다

κατάσπωσιν*

(그들은) 끈다

접속법단수 κατάσπω

(나는) 끌자

κατάσπῃς

(너는) 끌자

κατάσπῃ

(그는) 끌자

쌍수 κατάσπητον

(너희 둘은) 끌자

κατάσπητον

(그 둘은) 끌자

복수 κατάσπωμεν

(우리는) 끌자

κατάσπητε

(너희는) 끌자

κατάσπωσιν*

(그들은) 끌자

기원법단수 κατάσπῳμι

(나는) 끌기를 (바라다)

κατάσπῳς

(너는) 끌기를 (바라다)

κατάσπῳ

(그는) 끌기를 (바라다)

쌍수 κατάσπῳτον

(너희 둘은) 끌기를 (바라다)

κατασπῷτην

(그 둘은) 끌기를 (바라다)

복수 κατάσπῳμεν

(우리는) 끌기를 (바라다)

κατάσπῳτε

(너희는) 끌기를 (바라다)

κατάσπῳεν

(그들은) 끌기를 (바라다)

명령법단수 κατάσπᾱ

(너는) 끌어라

κατασπᾶτω

(그는) 끌어라

쌍수 κατάσπᾱτον

(너희 둘은) 끌어라

κατασπᾶτων

(그 둘은) 끌어라

복수 κατάσπᾱτε

(너희는) 끌어라

κατασπῶντων, κατασπᾶτωσαν

(그들은) 끌어라

부정사 κατάσπᾱν

끄는 것

분사 남성여성중성
κατασπων

κατασπωντος

κατασπωσα

κατασπωσης

κατασπων

κατασπωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατάσπωμαι

(나는) 끌려진다

κατάσπᾳ

(너는) 끌려진다

κατάσπᾱται

(그는) 끌려진다

쌍수 κατάσπᾱσθον

(너희 둘은) 끌려진다

κατάσπᾱσθον

(그 둘은) 끌려진다

복수 κατασπῶμεθα

(우리는) 끌려진다

κατάσπᾱσθε

(너희는) 끌려진다

κατάσπωνται

(그들은) 끌려진다

접속법단수 κατάσπωμαι

(나는) 끌려지자

κατάσπῃ

(너는) 끌려지자

κατάσπηται

(그는) 끌려지자

쌍수 κατάσπησθον

(너희 둘은) 끌려지자

κατάσπησθον

(그 둘은) 끌려지자

복수 κατασπώμεθα

(우리는) 끌려지자

κατάσπησθε

(너희는) 끌려지자

κατάσπωνται

(그들은) 끌려지자

기원법단수 κατασπῷμην

(나는) 끌려지기를 (바라다)

κατάσπῳο

(너는) 끌려지기를 (바라다)

κατάσπῳτο

(그는) 끌려지기를 (바라다)

쌍수 κατάσπῳσθον

(너희 둘은) 끌려지기를 (바라다)

κατασπῷσθην

(그 둘은) 끌려지기를 (바라다)

복수 κατασπῷμεθα

(우리는) 끌려지기를 (바라다)

κατάσπῳσθε

(너희는) 끌려지기를 (바라다)

κατάσπῳντο

(그들은) 끌려지기를 (바라다)

명령법단수 κατάσπω

(너는) 끌려져라

κατασπᾶσθω

(그는) 끌려져라

쌍수 κατάσπᾱσθον

(너희 둘은) 끌려져라

κατασπᾶσθων

(그 둘은) 끌려져라

복수 κατάσπᾱσθε

(너희는) 끌려져라

κατασπᾶσθων, κατασπᾶσθωσαν

(그들은) 끌려져라

부정사 κατάσπᾱσθαι

끌려지는 것

분사 남성여성중성
κατασπωμενος

κατασπωμενου

κατασπωμενη

κατασπωμενης

κατασπωμενον

κατασπωμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατασπάσω

(나는) 끌겠다

κατασπάσεις

(너는) 끌겠다

κατασπάσει

(그는) 끌겠다

쌍수 κατασπάσετον

(너희 둘은) 끌겠다

κατασπάσετον

(그 둘은) 끌겠다

복수 κατασπάσομεν

(우리는) 끌겠다

κατασπάσετε

(너희는) 끌겠다

κατασπάσουσιν*

(그들은) 끌겠다

기원법단수 κατασπάσοιμι

(나는) 끌겠기를 (바라다)

κατασπάσοις

(너는) 끌겠기를 (바라다)

κατασπάσοι

(그는) 끌겠기를 (바라다)

쌍수 κατασπάσοιτον

(너희 둘은) 끌겠기를 (바라다)

κατασπασοίτην

(그 둘은) 끌겠기를 (바라다)

복수 κατασπάσοιμεν

(우리는) 끌겠기를 (바라다)

κατασπάσοιτε

(너희는) 끌겠기를 (바라다)

κατασπάσοιεν

(그들은) 끌겠기를 (바라다)

부정사 κατασπάσειν

끌 것

분사 남성여성중성
κατασπασων

κατασπασοντος

κατασπασουσα

κατασπασουσης

κατασπασον

κατασπασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατασπάσομαι

(나는) 끌려지겠다

κατασπάσει, κατασπάσῃ

(너는) 끌려지겠다

κατασπάσεται

(그는) 끌려지겠다

쌍수 κατασπάσεσθον

(너희 둘은) 끌려지겠다

κατασπάσεσθον

(그 둘은) 끌려지겠다

복수 κατασπασόμεθα

(우리는) 끌려지겠다

κατασπάσεσθε

(너희는) 끌려지겠다

κατασπάσονται

(그들은) 끌려지겠다

기원법단수 κατασπασοίμην

(나는) 끌려지겠기를 (바라다)

κατασπάσοιο

(너는) 끌려지겠기를 (바라다)

κατασπάσοιτο

(그는) 끌려지겠기를 (바라다)

쌍수 κατασπάσοισθον

(너희 둘은) 끌려지겠기를 (바라다)

κατασπασοίσθην

(그 둘은) 끌려지겠기를 (바라다)

복수 κατασπασοίμεθα

(우리는) 끌려지겠기를 (바라다)

κατασπάσοισθε

(너희는) 끌려지겠기를 (바라다)

κατασπάσοιντο

(그들은) 끌려지겠기를 (바라다)

부정사 κατασπάσεσθαι

끌려질 것

분사 남성여성중성
κατασπασομενος

κατασπασομενου

κατασπασομενη

κατασπασομενης

κατασπασομενον

κατασπασομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατε͂σπων

(나는) 끌고 있었다

κατε͂σπᾱς

(너는) 끌고 있었다

κατε͂σπᾱν*

(그는) 끌고 있었다

쌍수 κατέσπᾱτον

(너희 둘은) 끌고 있었다

κατεσπᾶτην

(그 둘은) 끌고 있었다

복수 κατέσπωμεν

(우리는) 끌고 있었다

κατέσπᾱτε

(너희는) 끌고 있었다

κατε͂σπων

(그들은) 끌고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεσπῶμην

(나는) 끌려지고 있었다

κατέσπω

(너는) 끌려지고 있었다

κατέσπᾱτο

(그는) 끌려지고 있었다

쌍수 κατέσπᾱσθον

(너희 둘은) 끌려지고 있었다

κατεσπᾶσθην

(그 둘은) 끌려지고 있었다

복수 κατεσπῶμεθα

(우리는) 끌려지고 있었다

κατέσπᾱσθε

(너희는) 끌려지고 있었다

κατέσπωντο

(그들은) 끌려지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 끌다

  2. to quaff or swallow down

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION