헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ψιλόω

ο 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ψιλόω ψιλώσω

형태분석: ψιλό (어간) + ω (인칭어미)

어원: yilo/s

  1. 벌기다, 발기다, 박탈하다
  1. to strip bare, to become bald, to be laid bare
  2. to strip bare of, to strip of
  3. to leave naked, unarmed or defenceless
  4. to be stripped off

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ψιλῶ

ψιλοῖς

ψιλοῖ

쌍수 ψιλοῦτον

ψιλοῦτον

복수 ψιλοῦμεν

ψιλοῦτε

ψιλοῦσιν*

접속법단수 ψιλῶ

ψιλοῖς

ψιλοῖ

쌍수 ψιλῶτον

ψιλῶτον

복수 ψιλῶμεν

ψιλῶτε

ψιλῶσιν*

기원법단수 ψιλοῖμι

ψιλοῖς

ψιλοῖ

쌍수 ψιλοῖτον

ψιλοίτην

복수 ψιλοῖμεν

ψιλοῖτε

ψιλοῖεν

명령법단수 ψίλου

ψιλούτω

쌍수 ψιλοῦτον

ψιλούτων

복수 ψιλοῦτε

ψιλούντων, ψιλούτωσαν

부정사 ψιλοῦν

분사 남성여성중성
ψιλων

ψιλουντος

ψιλουσα

ψιλουσης

ψιλουν

ψιλουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ψιλοῦμαι

ψιλοῖ

ψιλοῦται

쌍수 ψιλοῦσθον

ψιλοῦσθον

복수 ψιλούμεθα

ψιλοῦσθε

ψιλοῦνται

접속법단수 ψιλῶμαι

ψιλοῖ

ψιλῶται

쌍수 ψιλῶσθον

ψιλῶσθον

복수 ψιλώμεθα

ψιλῶσθε

ψιλῶνται

기원법단수 ψιλοίμην

ψιλοῖο

ψιλοῖτο

쌍수 ψιλοῖσθον

ψιλοίσθην

복수 ψιλοίμεθα

ψιλοῖσθε

ψιλοῖντο

명령법단수 ψιλοῦ

ψιλούσθω

쌍수 ψιλοῦσθον

ψιλούσθων

복수 ψιλοῦσθε

ψιλούσθων, ψιλούσθωσαν

부정사 ψιλοῦσθαι

분사 남성여성중성
ψιλουμενος

ψιλουμενου

ψιλουμενη

ψιλουμενης

ψιλουμενον

ψιλουμενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to strip bare

  2. 벌기다

  3. to be stripped off

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION