헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παρείκω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παρείκω παρείξω

형태분석: παρείκ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 허용하다, 허락하다, 수여하다, 허가하다, 인정하다
  1. to give way, to permit, allow, by such ways as were practicable
  2. it is competent, allowable for me, it was practicable

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρείκω

(나는) 허용한다

παρείκεις

(너는) 허용한다

παρείκει

(그는) 허용한다

쌍수 παρείκετον

(너희 둘은) 허용한다

παρείκετον

(그 둘은) 허용한다

복수 παρείκομεν

(우리는) 허용한다

παρείκετε

(너희는) 허용한다

παρείκουσιν*

(그들은) 허용한다

접속법단수 παρείκω

(나는) 허용하자

παρείκῃς

(너는) 허용하자

παρείκῃ

(그는) 허용하자

쌍수 παρείκητον

(너희 둘은) 허용하자

παρείκητον

(그 둘은) 허용하자

복수 παρείκωμεν

(우리는) 허용하자

παρείκητε

(너희는) 허용하자

παρείκωσιν*

(그들은) 허용하자

기원법단수 παρείκοιμι

(나는) 허용하기를 (바라다)

παρείκοις

(너는) 허용하기를 (바라다)

παρείκοι

(그는) 허용하기를 (바라다)

쌍수 παρείκοιτον

(너희 둘은) 허용하기를 (바라다)

παρεικοίτην

(그 둘은) 허용하기를 (바라다)

복수 παρείκοιμεν

(우리는) 허용하기를 (바라다)

παρείκοιτε

(너희는) 허용하기를 (바라다)

παρείκοιεν

(그들은) 허용하기를 (바라다)

명령법단수 πάρεικε

(너는) 허용해라

παρεικέτω

(그는) 허용해라

쌍수 παρείκετον

(너희 둘은) 허용해라

παρεικέτων

(그 둘은) 허용해라

복수 παρείκετε

(너희는) 허용해라

παρεικόντων, παρεικέτωσαν

(그들은) 허용해라

부정사 παρείκειν

허용하는 것

분사 남성여성중성
παρεικων

παρεικοντος

παρεικουσα

παρεικουσης

παρεικον

παρεικοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρείκομαι

(나는) 허용된다

παρείκει, παρείκῃ

(너는) 허용된다

παρείκεται

(그는) 허용된다

쌍수 παρείκεσθον

(너희 둘은) 허용된다

παρείκεσθον

(그 둘은) 허용된다

복수 παρεικόμεθα

(우리는) 허용된다

παρείκεσθε

(너희는) 허용된다

παρείκονται

(그들은) 허용된다

접속법단수 παρείκωμαι

(나는) 허용되자

παρείκῃ

(너는) 허용되자

παρείκηται

(그는) 허용되자

쌍수 παρείκησθον

(너희 둘은) 허용되자

παρείκησθον

(그 둘은) 허용되자

복수 παρεικώμεθα

(우리는) 허용되자

παρείκησθε

(너희는) 허용되자

παρείκωνται

(그들은) 허용되자

기원법단수 παρεικοίμην

(나는) 허용되기를 (바라다)

παρείκοιο

(너는) 허용되기를 (바라다)

παρείκοιτο

(그는) 허용되기를 (바라다)

쌍수 παρείκοισθον

(너희 둘은) 허용되기를 (바라다)

παρεικοίσθην

(그 둘은) 허용되기를 (바라다)

복수 παρεικοίμεθα

(우리는) 허용되기를 (바라다)

παρείκοισθε

(너희는) 허용되기를 (바라다)

παρείκοιντο

(그들은) 허용되기를 (바라다)

명령법단수 παρείκου

(너는) 허용되어라

παρεικέσθω

(그는) 허용되어라

쌍수 παρείκεσθον

(너희 둘은) 허용되어라

παρεικέσθων

(그 둘은) 허용되어라

복수 παρείκεσθε

(너희는) 허용되어라

παρεικέσθων, παρεικέσθωσαν

(그들은) 허용되어라

부정사 παρείκεσθαι

허용되는 것

분사 남성여성중성
παρεικομενος

παρεικομενου

παρεικομενη

παρεικομενης

παρεικομενον

παρεικομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρείξω

(나는) 허용하겠다

παρείξεις

(너는) 허용하겠다

παρείξει

(그는) 허용하겠다

쌍수 παρείξετον

(너희 둘은) 허용하겠다

παρείξετον

(그 둘은) 허용하겠다

복수 παρείξομεν

(우리는) 허용하겠다

παρείξετε

(너희는) 허용하겠다

παρείξουσιν*

(그들은) 허용하겠다

기원법단수 παρείξοιμι

(나는) 허용하겠기를 (바라다)

παρείξοις

(너는) 허용하겠기를 (바라다)

παρείξοι

(그는) 허용하겠기를 (바라다)

쌍수 παρείξοιτον

(너희 둘은) 허용하겠기를 (바라다)

παρειξοίτην

(그 둘은) 허용하겠기를 (바라다)

복수 παρείξοιμεν

(우리는) 허용하겠기를 (바라다)

παρείξοιτε

(너희는) 허용하겠기를 (바라다)

παρείξοιεν

(그들은) 허용하겠기를 (바라다)

부정사 παρείξειν

허용할 것

분사 남성여성중성
παρειξων

παρειξοντος

παρειξουσα

παρειξουσης

παρειξον

παρειξοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρείξομαι

(나는) 허용되겠다

παρείξει, παρείξῃ

(너는) 허용되겠다

παρείξεται

(그는) 허용되겠다

쌍수 παρείξεσθον

(너희 둘은) 허용되겠다

παρείξεσθον

(그 둘은) 허용되겠다

복수 παρειξόμεθα

(우리는) 허용되겠다

παρείξεσθε

(너희는) 허용되겠다

παρείξονται

(그들은) 허용되겠다

기원법단수 παρειξοίμην

(나는) 허용되겠기를 (바라다)

παρείξοιο

(너는) 허용되겠기를 (바라다)

παρείξοιτο

(그는) 허용되겠기를 (바라다)

쌍수 παρείξοισθον

(너희 둘은) 허용되겠기를 (바라다)

παρειξοίσθην

(그 둘은) 허용되겠기를 (바라다)

복수 παρειξοίμεθα

(우리는) 허용되겠기를 (바라다)

παρείξοισθε

(너희는) 허용되겠기를 (바라다)

παρείξοιντο

(그들은) 허용되겠기를 (바라다)

부정사 παρείξεσθαι

허용될 것

분사 남성여성중성
παρειξομενος

παρειξομενου

παρειξομενη

παρειξομενης

παρειξομενον

παρειξομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπάρεικον

(나는) 허용하고 있었다

ἐπάρεικες

(너는) 허용하고 있었다

ἐπάρεικεν*

(그는) 허용하고 있었다

쌍수 ἐπαρείκετον

(너희 둘은) 허용하고 있었다

ἐπαρεικέτην

(그 둘은) 허용하고 있었다

복수 ἐπαρείκομεν

(우리는) 허용하고 있었다

ἐπαρείκετε

(너희는) 허용하고 있었다

ἐπάρεικον

(그들은) 허용하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπαρεικόμην

(나는) 허용되고 있었다

ἐπαρείκου

(너는) 허용되고 있었다

ἐπαρείκετο

(그는) 허용되고 있었다

쌍수 ἐπαρείκεσθον

(너희 둘은) 허용되고 있었다

ἐπαρεικέσθην

(그 둘은) 허용되고 있었다

복수 ἐπαρεικόμεθα

(우리는) 허용되고 있었다

ἐπαρείκεσθε

(너희는) 허용되고 있었다

ἐπαρείκοντο

(그들은) 허용되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οἶμαι γὰρ δίκῃ τε καὶ αἰδοῖ τοὺσ παρ’ ἡμῶν ἐντεῦθεν ἐλθόντασ λόγουσ, εἰ μή τι τὸ λυθὲν μέγα τύχοι γενόμενον, ἐπῳδῆσ ἡστινοσοῦν μᾶλλον ἂν συμφῦσαι καὶ συνδῆσαι πάλιν εἰσ τὴν προϋπάρχουσαν φιλότητά τε καὶ κοινωνίαν, ἣν ἂν μὲν φιλοσοφῶμεν ἅπαντεσ ἡμεῖσ τε καὶ ὑμεῖσ, ὅσον ἂν δυνώμεθα καὶ ἑκάστῳ παρείκῃ, κύρια τὰ νῦν κεχρησμῳδημένα ἔσται. (Plato, Epistles, Letter 6 8:1)

    (플라톤, Epistles, Letter 6 8:1)

  • καὶ ἐὰν μὲν παρείκῃ ἡμῖν, ταῦτα βέλτιστα· (Plato, Alcibiades 1, Alcibiades 2, Hipparchus, Lovers, Theages, Charmides, Laches, Lysis, 63:2)

    (플라톤, Alcibiades 1, Alcibiades 2, Hipparchus, Lovers, Theages, Charmides, Laches, Lysis, 63:2)

  • οἱ δ’ ἐμοὶ συγγιγνόμενοι τὸ μὲν πρῶτον φαίνονται ἔνιοι μὲν καὶ πάνυ ἀμαθεῖσ, πάντεσ δὲ προϊούσησ τῆσ συνουσίασ, οἷσπερ ἂν ὁ θεὸσ παρείκῃ, θαυμαστὸν ὅσον ἐπιδιδόντεσ, ὡσ αὑτοῖσ τε καὶ τοῖσ ἄλλοισ δοκοῦσι· (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 54:1)

    (플라톤, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 54:1)

  • ὅμωσ δὲ οὐκ ἀποδειλιατέον, ὅσον γ’ ἂν δύναμισ παρείκῃ. (Plato, Republic, book 2 255:2)

    (플라톤, Republic, book 2 255:2)

유의어

  1. 허용하다

  2. it is competent

관련어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION