- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὀχυρός?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: ochyros 고전 발음: [오퀴로] 신약 발음: [오퀴로]

기본형: ὀχυρός

형태분석: ὀχυρ (어간) + ος (어미)

어원: ἔχω

  1. 튼튼한, 굳건한, 단단한, 강한
  2. 강한, 강력한, 진한
  3. 강한, 강력한, 진한
  1. firm, lasting, stout
  2. (of places) strong, secure
  3. (miltary, of a stronghold or position) strong, tenable

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ὀχυρός

튼튼한 (이)가

ὀχυρά

튼튼한 (이)가

ὄχυρον

튼튼한 (것)가

속격 ὀχυροῦ

튼튼한 (이)의

ὀχυρᾶς

튼튼한 (이)의

ὀχύρου

튼튼한 (것)의

여격 ὀχυρῷ

튼튼한 (이)에게

ὀχυρᾷ

튼튼한 (이)에게

ὀχύρῳ

튼튼한 (것)에게

대격 ὀχυρόν

튼튼한 (이)를

ὀχυράν

튼튼한 (이)를

ὄχυρον

튼튼한 (것)를

호격 ὀχυρέ

튼튼한 (이)야

ὀχυρά

튼튼한 (이)야

ὄχυρον

튼튼한 (것)야

쌍수주/대/호 ὀχυρώ

튼튼한 (이)들이

ὀχυρά

튼튼한 (이)들이

ὀχύρω

튼튼한 (것)들이

속/여 ὀχυροῖν

튼튼한 (이)들의

ὀχυραῖν

튼튼한 (이)들의

ὀχύροιν

튼튼한 (것)들의

복수주격 ὀχυροί

튼튼한 (이)들이

ὀχυραί

튼튼한 (이)들이

ὄχυρα

튼튼한 (것)들이

속격 ὀχυρῶν

튼튼한 (이)들의

ὀχυρῶν

튼튼한 (이)들의

ὀχύρων

튼튼한 (것)들의

여격 ὀχυροῖς

튼튼한 (이)들에게

ὀχυραῖς

튼튼한 (이)들에게

ὀχύροις

튼튼한 (것)들에게

대격 ὀχυρούς

튼튼한 (이)들을

ὀχυράς

튼튼한 (이)들을

ὄχυρα

튼튼한 (것)들을

호격 ὀχυροί

튼튼한 (이)들아

ὀχυραί

튼튼한 (이)들아

ὄχυρα

튼튼한 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 ὀχυρός

ὀχυροῦ

튼튼한 (이)의

ὀχυρώτερος

ὀχυρωτεροῦ

더 튼튼한 (이)의

ὀχυρώτατος

ὀχυρωτατοῦ

가장 튼튼한 (이)의

부사 ὀχύρως

ὀχυρώτερον

ὀχυρώτατα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ κατέσπευδε τοῦ ἀπελθεῖν καὶ εἰπεῖν πρὸς τὸν βασιλέα καὶ τοὺς ἡγεμόνας τῆς δυνάμεως καὶ τοὺς ἄνδρας. ἐκλείπομεν καθ᾿ ἡμέραν, καὶ ἡ τροφὴ ἡμῖν ὀλίγη, καὶ ὁ τόπος οὗ παρεμβάλλομέν ἐστιν ὀχυρός, καὶ ἐπίκειται ἡμῖν τὰ τῆς βασιλείας. (Septuagint, Liber Maccabees I 6:57)

    (70인역 성경, Liber Maccabees I 6:57)

  • ἦν δὲ λόφος κατὰ μέσον καταληφθῆναι μὲν οὐ χαλεπός, ὀχυρὸς δὲ καταληφθεὶς στρατοπέδῳ καὶ διαρκὴς εἰς ἅπαντα, τὸ δὲ πέριξ πεδίον ὀφθῆναι μὲν ἄπωθεν ὁμαλὸν διὰ ψιλότητα καὶ λεῖον, ἔχον δέ τινας οὐ μεγάλας τάφρους ἐν αὑτῷ καὶ κοιλότητας ἄλλας. (Plutarch, Fabius Maximus, chapter 11 1:3)

    (플루타르코스, Fabius Maximus, chapter 11 1:3)

  • τότε δὲ τὸν Καίσαρα δοκῶν οὐ προήσεσθαι τὴν δύναμιν ἐζήτει ταῖς πολιτικαῖς ἀρχαῖς ὀχυρὸς εἶναι πρὸς αὐτόν, ἄλλο δὲ οὐδὲν ἐνεωτέριζεν, οὐδὲ ἐβούλετο δοκεῖν ἀπιστεῖν, ἀλλ ὑπερορᾶν μᾶλλον καὶ καταφρονεῖν. (Plutarch, Pompey, chapter 54 1:3)

    (플루타르코스, Pompey, chapter 54 1:3)

  • καὶ τότε τὸν λόφον τὸν πρὸ τῆς πόλεως, ὅτι καὶ οὗτος οὐ μεῖον τοῦ τείχους ὀχυρὸς ἐς τὸ ἀπομάχεσθαι ἦν, κατειληφότες προσέμενον. (Arrian, Anabasis, book 1, chapter 28 2:4)

    (아리아노스, Anabasis, book 1, chapter 28 2:4)

유의어

  1. 강한

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION