Ancient Greek-English Dictionary Language

ὁλόκληρος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ὁλόκληρος ὁλόκληρον

Structure: ὁλοκληρ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. complete in all parts, entire, perfect

Examples

  • τὸ γὰρ ἐπίστασθαί σε ὁλόκληροσ δικαιοσύνη, καὶ εἰδέναι τὸ κράτοσ σου ρίζα ἀθανασίασ. (Septuagint, Liber Sapientiae 15:3)
  • τάδε σοι περὶ τῶν ἰδεῶν καὶ ἀρετῶν ἐξ ὧν συνίσταται ὁ πολιτικὸσ λόγοσ, καὶ δι’ ὧν δοκιμάζεται, καὶ πολλοῦ ἄξιοσ προάγεται, ὥσπερ ἐκ μερῶν καθ’ ἕκαστον συντιθέμενοσ, πανταχόθεν ὁλόκληροσ καὶ τελείωσ ἔχων αὐτὸσ ἐν ἑαυτῷ, αἵτινεσ τοιαίδε καὶ τοσαίδε εἰσί, σεμνότησ, βαρύτησ, περιβολή, ἀξιοπιστία, σφοδρότησ, ἔμφασισ, δεινότησ, ἐπιμέλεια, γλυκύτησ, σαφήνεια καὶ καθαρότησ, βραχύτησ καὶ συντομία, κόλασισ. (Aristides, Aelius, Ars Rhetorica, , chapter Arg 2:1)
  • ἐφ’ οἷσ ἀχθόμενοσ ὁ Τίτοσ καὶ βαρέωσ φέρων, καὶ δεόμενοσ τοῦ συνεδρίου, τέλοσ ἐξέπεισε καὶ ταύτασ τὰσ πόλεισ ἀνεῖναι τῆσ φρουρᾶσ, ὅπωσ ὁλόκληροσ ἡ χάρισ ὑπάρξῃ παρ’ αὐτοῦ τοῖσ Ἕλλησιν. (Plutarch, Titus Flamininus, chapter 10 2:1)
  • ἐν δυσὶ γὰρ οὖσα, τῇ τ’ ἐλλείψει τῆσ δόσεωσ καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῆσ λήψεωσ, οὐ πᾶσιν ὁλόκληροσ παραγίνεται, ἀλλ’ ἐνίοτε χωρίζεται, καὶ οἳ μὲν τῇ λήψει ὑπερβάλλουσιν, οἳ δὲ τῇ δόσει ἐλλείπουσιν. (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 4 33:4)
  • ἐξ ἧσ ἡ μὲν ἔγγιστα θαλάττησ καὶ ποταμῶν φυομένη τμηθεῖσα τὴν ἀπὸ ῥίζησ τομὴν ὁλόκληροσ ἐπὶ τοὺσ λιμένασ τοὺσ ἔγγιστα κατάγεται, πάσῃ διαρκὴσ Ἰταλίᾳ πρόσ τε τὰ ναυτικὰ καὶ πρὸσ τὰσ τῶν οἰκιῶν κατασκευάσ· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 20, chapter 15 4:1)

Synonyms

  1. complete in all parts

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION