Ancient Greek-English Dictionary Language

οἴκτιστος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: οἴκτιστος οἴκτιστη οἴκτιστον

Structure: οἰκτιστ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: irreg. Sup. of oi)ktro/s (cf. ai)sxro/s, ai)/sxistos)

Sense

  1. most pitiable, lamentable

Examples

  • ἀπέθανεν ὑμῖν ἄτεκνοσ, λελυπημένοσ, ὀδυρόμενοσ, δακρύων, πεπενθηκὼσ πένθοσ ὀλιγοχρόνιον μέν, ἀλλ’ ἱκανὸν πατρί, καὶ τὸ δεινότατον, αὐτὸσ ὑφ’ αὑτοῦ, ὅσπερ θανάτων οἴκτιστοσ καὶ πολλῷ χαλεπώτεροσ ἢ εἰ ὑπ’ ἄλλου γίγνοιτο. (Lucian, Tyrannicida, (no name) 18:7)
  • Τρόποσ δὲ θανάτου οἴκτιστοσ· πόνοσ μὲν δριμὺσ καὶ θερμὸσ, ὡσ ἐπ’ ἄνθρακοσ, ἀναπνοὴ κακή. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 114)
  • οὖρα σχεθεῖσα κύστισ ὑπὸ σπασμοῦ· ἀλλ’ οὐδὲ οὖρον ἁλίζεται ὑπὸ τῆσ ἐσ τὸ ἔντερον τῶν ὑγρῶν μετοχετεύσεωσ· ἀφωνίη, σφυγμοὶ σμικρότατοι καὶ πυκνότατοι, ὁκόσοι ἐπὶ ξυγκοπῇ· ἐντάσιεσ ἐμέτου ξυνεχέεσ κενεαὶ, προθυμίαι τεινεσμώδεεσ, ξηραὶ, ἄχυλοι · θάνατοσ ἐπώδυνοσ καὶ οἴκτιστοσ , σπασμῷ καὶ πνιγὶ καὶ ἐμέτῳ κενῷ. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 125)

Synonyms

  1. most pitiable

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION