Ancient Greek-English Dictionary Language

νοητός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: νοητός νοητή νοητόν

Structure: νοητ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: noe/w

Sense

  1. perceptible to the mind, thinkable

Examples

  • καὶ Πλάτων ὀρθῶσ καὶ Δημόκριτοσ αἰτίαν θερμότητοσ καὶ βαρύτητοσ ζητοῦντεσ οὐ κατέπαυσαν ἐν γῇ καὶ πυρὶ τὸν λόγον ἀλλ’ ἐπὶ τὰσ νοητὰσ ἀναφέροντεσ ἀρχὰσ τὰ αἰσθητὰ μέχρι τῶν ἐλαχίστων ὥσπερ σπερμάτων προῆλθον. (Plutarch, De primo frigido, chapter, section 8 6:1)
  • ἐπιφανείασ καὶ τὰσ γραμμὰσ λέγουσι μήτε κάμπτεσθαι μήτε διατείνεσθαι μήτε κινεῖσθαι καθ’ ἑαυτάσ, νοητὰσ καὶ ἀσωμάτουσ οὔσασ, συγκάμπτεσθαι δὲ καὶ συνδιατείνεσθαι καὶ συμμεθίστασθαι τοῖσ σώμασιν ὧν πέρατὰ εἰσιν, οὕτω τὸν κόλακα φωράσεισ ἀεὶ συνεπιφάσκοντα καὶ συναποφαινόμενον καὶ συνηδόμενον νὴ Δία καὶ συνοργιζόμενον , ὥστε παντελῶσ ἔν γε τούτοισ εὐφώρατον εἶναι τὴν διαφοράν. (Plutarch, Quomodo adulator ab amico internoscatur, chapter, section 22 14:1)

Related

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION