νεῖκος
Third declension Noun; Neuter
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
νεῖκος
νείκους
Structure:
νεικο
(Stem)
+
ς
(Ending)
Sense
- quarrel, wrangle, strife
- strife of words, railing, abuse, taunt, reproach
- strife of law, dispute before a judge
- battle, fight
Declension
Third declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ὤρη γάρ τ’ ὀλίγη πέλεται νεικέων τ’ ἀγορέων τε, ᾧτινι μὴ βίοσ ἔνδον ἐπηετανὸσ κατάκειται ὡραῖοσ, τὸν γαῖα φέρει, Δημήτεροσ ἀκτήν. (Hesiod, Works and Days, Book WD 5:2)
- ῥήξασ μέροσ τι τοῦ χθόν’ ἐγκυκλουμένου αἰθέροσ, ἔθηκε τόνδ’ ὅμηρον ἐκδιδούσ, Διόνυσον Ἥρασ νεικέων· (Euripides, episode 9:5)
- ἀληθῶσ δ’ ὄνομα Πολυνείκη πατὴρ ἔθετό σοι θείᾳ προνοίᾳ νεικέων ἐπώνυμον. (Euripides, Phoenissae, episode, trochees 1:34)
- πικρὸσ λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοσ ξεῖνοσ ἐκ πυρὸσ συθεὶσ θακτὸσ σίδαροσ· (Aeschylus, Seven Against Thebes, choral, strophe 44)
- ὃσ ἐφ’ ἡμετέρᾳ γᾷ Πολυνείκουσ ἀρθεὶσ νεικέων ἐξ ἀμφιλόγων ὀξέα κλάζων ἀετὸσ εἰσ γᾶν ὣσ ὑπερέπτα, λευκῆσ χιόνοσ πτέρυγι στεγανόσ, πολλῶν μεθ’ ὅπλων ξύν θ’ ἱπποκόμοισ κορύθεσσιν. (Sophocles, Antigone, choral, anapests1)
Synonyms
-
quarrel
- ἔρις (strife, quarrel )
- μάχη (quarrel, strife, dispute)
-
battle