- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ναυαρχία?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: nauarchia 고전 발음: [나와키아] 신약 발음: [나와키아]

기본형: ναυαρχία

형태분석: ναυαρχι (어간) + α (어미)

어원: from ναύαρχος

  1. 업무, 판공실, 사무실, 사무소
  1. the command of a fleet, office of, the period of his command

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ναυαρχία

업무가

ναυαρχία

업무들이

ναυαρχίαι

업무들이

속격 ναυαρχίας

업무의

ναυαρχίαιν

업무들의

ναυαρχιῶν

업무들의

여격 ναυαρχίᾳ

업무에게

ναυαρχίαιν

업무들에게

ναυαρχίαις

업무들에게

대격 ναυαρχίαν

업무를

ναυαρχία

업무들을

ναυαρχίας

업무들을

호격 ναυαρχία

업무야

ναυαρχία

업무들아

ναυαρχίαι

업무들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐπὶ γὰρ τοῖς βασιλεῦσιν, οὖσι στρατηγοῖς ἀιδίοις, ἡ ναυαρχία σχεδὸν ἑτέρα βασιλεία καθέστηκεν. (Aristotle, Politics, Book 2 243:3)

    (아리스토텔레스, 정치학, Book 2 243:3)

  • ἔτι δὲ κἂν ὦσιν ἱππεῖς ἢ ψιλοὶ ἢ τοξόται ἢ ναυτικόν, καὶ ἐπὶ τούτων ἑκάστων ἐνίοτε καθίσταται ἀρχή, αἳ καλοῦνται ναυαρχίαι καὶ ἱππαρχίαι καὶ ταξιαρχίαι, καὶ κατὰ μέρος δὲ αἱ ὑπὸ ταύτας τριηραρχίαι καὶ λοχαγίαι καὶ φυλαρχίαι καὶ ὅσα τούτων μόρια. (Aristotle, Politics, Book 6 130:1)

    (아리스토텔레스, 정치학, Book 6 130:1)

유의어

  1. 업무

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION