- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μωρία?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: mōria 고전 발음: [모:리아] 신약 발음: [모리아]

기본형: μωρία

형태분석: μωρι (어간) + α (어미)

어원: μῶρος

  1. 어리석음, 멍청함, 바보짓, 불합리, 비합리적인 행동, 몰상식
  1. silliness, folly, folly, it, what folly!

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 μωρία

어리석음이

μωρία

어리석음들이

μωρίαι

어리석음들이

속격 μωρίας

어리석음의

μωρίαιν

어리석음들의

μωριῶν

어리석음들의

여격 μωρίᾳ

어리석음에게

μωρίαιν

어리석음들에게

μωρίαις

어리석음들에게

대격 μωρίαν

어리석음을

μωρία

어리석음들을

μωρίας

어리석음들을

호격 μωρία

어리석음아

μωρία

어리석음들아

μωρίαι

어리석음들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • γενναιότης σοι, μωρία δ ἔνεστί τις. (Euripides, Phoenissae, episode, iambic 4:10)

    (에우리피데스, Phoenissae, episode, iambic 4:10)

  • μωρία καὶ κακία τὰ τοιαῦτ ἐλπίζειν, καὶ κακῶς βουλευομένους καὶ μηδὲν ὧν προσήκει ποιεῖν ἐθέλοντας, ἀλλὰ τῶν ὑπὲρ τῶν ἐχθρῶν λεγόντων ἀκροωμένους, τηλικαύτην ἡγεῖσθαι πόλιν οἰκεῖν τὸ μέγεθος ὥστε <μηδέν>, μηδ ἂν ὁτιοῦν ᾖ, δεινὸν πείσεσθαι. (Demosthenes, Speeches, 81:1)

    (데모스테네스, Speeches, 81:1)

  • εἶτα καὶ πόση μωρία, λέγονθ ὡς ἐπεβούλευον ἀτιμῶσαι καὶ τὰ ἔσχατα πρᾶξαι, οἰκέτῃ με ταῦτα προστάξαι γεγραφέναι, ἃ οὐδὲ πολίτης πολίτην δύναιτ ἂν ποιῆσαι· (Demosthenes, Speeches 31-40, 35:1)

    (데모스테네스, Speeches 31-40, 35:1)

  • αἰσχύνη δὲ καὶ μωρία πολλὴ πρῶτον ἀναστάντα μὴ οὐχ ἃ δεῖ πρῶτον ἐπανορθώσασθαι λέγειν. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 11, chapter 9 3:6)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 11, chapter 9 3:6)

  • ὥστε τά γε δὴ κατ οὐρανὸν ὑπ ἄλλου του φάναι γεγονέναι, καὶ μὴ ψυχῆς τε καὶ σώματος οὕτως εἶναι γεννήματα, πολλὴ μωρία τε καὶ ἀλογία. (Plato, Hippias Major, Hippias Minor, Ion, Menexenus, Cleitophon, Timaeus, Critias, Minos, Epinomis, 74:2)

    (플라톤, Hippias Major, Hippias Minor, Ion, Menexenus, Cleitophon, Timaeus, Critias, Minos, Epinomis, 74:2)

  • μωρίᾳ γε τοῦ νέου. (Euripides, Ion, episode, trochees 1:4)

    (에우리피데스, Ion, episode, trochees 1:4)

  • ἕτοιμοι δ εἰσὶ μωρίᾳ φρενῶν. (Euripides, Iphigenia in Aulis, episode, trochees 3:15)

    (에우리피데스, Iphigenia in Aulis, episode, trochees 3:15)

  • ὡς οὖν παραινῶ μὴ μακράν, σιγήσομαι ἅ μου καθικετεύσατ, οὐδὲ μωρίᾳ ξύμβουλος ἔσομαι τῇ κασιγνήτου ποτέ. (Euripides, Helen, episode, dialogue 16:3)

    (에우리피데스, Helen, episode, dialogue 16:3)

  • οὐδὲ γὰρ ὁ τοξεύειν τῷ ἀρότρῳ βουλόμενος καὶ τῷ βοϊ` τὸν λαγῶ κυνηγετεῖν δυστυχής ἐστιν οὐδὲ τῷ γρίφοις καὶ σαγήναις ἐλάφους μὴ λαμβάνοντι μηδὲ ὗς δαίμων ἐναντιοῦται μοχθηρός, ἀλλ ἀβελτερίᾳ καὶ μωρίᾳ τοῖς ἀδυνάτοις ἐπιχειροῦσιν. (Plutarch, De tranquilitate animi, section 122)

    (플루타르코스, De tranquilitate animi, section 122)

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION