Ancient Greek-English Dictionary Language

μυστικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μυστικός μυστική μυστικόν

Structure: μυστικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from mu/sths

Sense

  1. secret, mystic

Examples

  • ἐν ᾗ δύο πλημοχόασ πληρώσαντεσ τὴν μὲν πρὸσ ἀνατολάσ,7 τὴν δὲ πρὸσ δύσιν ἀνιστάμενοι ἀνατρέπουσίν,8 ἐπιλέγοντεσ ῥῆσιν μυστικήν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 93 1:1)
  • Καὶ μὴν καὶ Τιμοκράτησ ἐν τοῖσ ἐπιγραφομένοισ Εὐφραντοῖσ ὁ Μητροδώρου μὲν ἀδελφόσ, μαθητὴσ δὲ αὐτοῦ τῆσ σχολῆσ ἐκφοιτήσασ φησὶ δὶσ αὐτὸν τῆσ ἡμέρασ ἐμεῖν ἀπὸ τρυφῆσ, ἑαυτόν τε διηγεῖται μόγισ ἐκφυγεῖν ἰσχῦσαι τὰσ νυκτερινὰσ ἐκείνασ φιλοσοφίασ καὶ τὴν μυστικὴν ἐκείνην συνδιαγωγήν. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, I, EPIKOUROS 6:6)
  • συγκαθίδρυται δὲ τῇ Ἀθηνᾷ ὁ Αἵδησ κατά τινα, ὥσ φασι, μυστικὴν αἰτίαν. (Strabo, Geography, Book 9, chapter 2 47:6)

Synonyms

  1. secret

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION