Ancient Greek-English Dictionary Language

μυστικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μυστικός μυστική μυστικόν

Structure: μυστικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from mu/sths

Sense

  1. secret, mystic

Examples

  • ἐκ δὲ τούτου λαμπὰσ ἀρθεῖσα ταῖσ μυστικαῖσ ἐμφερὴσ καὶ συμπαραθέουσα τὸν αὐτὸν δρόμον, ᾗ μάλιστα τῆσ Ἰταλίασ ἐπεῖχον οἱ κυβερνῆται, κατέσκηψεν. (Plutarch, Timoleon, chapter 8 3:4)
  • τοιούτουσ γάρ τινασ δαίμονασ ἢ προπόλουσ θεῶν τοὺσ Κουρῆτάσ φασιν οἱ παραδόντεσ τὰ Κρητικὰ καὶ τὰ Φρύγια, ἱερουργίαισ τισὶν ἐμπεπλεγμένα ταῖσ μὲν μυστικαῖσ ταῖσ δ’ ἄλλαισ περί τε τὴν τοῦ Διὸσ παιδοτροφίαν τὴν ἐν Κρήτῃ καὶ τοὺσ τῆσ μητρὸσ τῶν θεῶν ὀργιασμοὺσ ἐν τῇ Φρυγίᾳ καὶ τοῖσ περὶ τὴν Ἴδην τὴν Τρωικὴν τόποισ. (Strabo, Geography, Book 10, chapter 3 12:2)

Synonyms

  1. secret

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION