Ancient Greek-English Dictionary Language

μονομάχος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: μονομάχος μονομάχον

Structure: μονομαχ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: ma/xomai

Sense

  1. fighting in single combat
  2. a gladiator

Examples

  • τάλανεσ, ὅ τι ποτὲ μονομάχον ἐπὶ φρέν’ ἠλθέτην, βοᾷ βαρβάρῳ στενακτὰν ἰαχὰν μελομέναν νεκροῖσ δάκρυσι θρηνήσω. (Euripides, Phoenissae, choral, antistrophe 12)
  • Σπῖκλον μὲν οὖν τὸν μονομάχον ἀνδριάσι Νέρωνοσ ἑλκομένοισ ὑποβαλόντεσ ἐν ἀγορᾷ διέφθειραν, Ἀπόνιον δέ τινα τῶν κατηγορικῶν ἀνατρέψαντεσ ἁμάξασ λιθοφόρουσ ἐπήγαγον, ἄλλουσ δὲ διέσπασαν πολλούσ, ἐνίουσ μηδὲν ἀδικοῦντασ, ὥστε καὶ Μαύρικον, ἄνδρα τῶν ἀρίστων καὶ ὄντα καὶ δοκοῦντα, πρὸσ τὴν σύγκλητον εἰπεῖν ὅτι φοβεῖται μὴ ταχὺ Νέρωνα ζητήσωσιν. (Plutarch, Galba, chapter 8 5:1)

Synonyms

  1. fighting in single combat

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION