- Greek-English Dictionary

Ancient Greek-English Dictionary Language

κυνηγεσία?

First declension Noun; Transliteration: kynēgesia

Principal Part: κυνηγεσία

Etym.: later form for κυνηγέσιον (signf. II), Plut.

Sense

Examples

  • ὅσα δὲ ἐλλείπειν μοι δοκεῖ ἐν τῷ λόγῳ, οὐχὶ ἀμελείᾳ ἀλλ᾿ ἀγνοίᾳ τοῦ γένους τῶν κυνῶν τοῦ Κελτικοῦ καὶ τοῦ γένους τῶν ἵππων τοῦ Σκυθικοῦ τε καὶ τοῦ Λιβυκοῦ, ταῦτα λέξω, ὁμώνυμός τε ὢν αὐτῷ καὶ πόλεως τῆς αὐτῆς καὶ ἀμφὶ ταὐτὰ ἀπὸ νέου ἐσπουδακώς, κυνηγέσια καὶ στρατηγίαν καὶ σοφίαν: (Arrian, Cynegeticus, chapter 1 4:2)
  • οὐκοῦν ἀγορὰν καὶ δικαστήρια καὶ παλαίστρας καὶ γυμνάσια καὶ κυνηγέσια καὶ συμπόσια ἔγωγε φαίην ἂν πόλεως χωρία. (Lucian, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 51:4)
  • οὐ γὰρ λέγεις, ἔχεσθαι κυνηγεσίων καὶ σπουδάζειν περὶ κυνηγέσια, ἀλλὰ τὸ ἐναντίον μὴ καταφρονεῖν κυνηγεσίων μηδὲ τῆς ἄλλης παιδείας. (Aristides, Aelius, Ars Rhetorica, , 10:7)
  • τὸν δὲ ἑπαγόμενος ἤσκησε περὶ κυνηγέσια. (Plutarch, Apophthegmata Laconica, , section 12)
  • τὸν δὲ ἐπαγόμενος ἤσκησε περὶ κυνηγέσια. (Plutarch, Apophthegmata Laconica, , section 1 1:2)

Related

명사

형용사

동사

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION